Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Γιαννιτσά Σεπτέμβριος 1944

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ  ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Στράτος Ν. Δορδανάς

Το τέλος του καλοκαιριού του 1944 συνέπεσε με την ολοκλήρωση των μεγάλων γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Λίγο αργότερα, οι μεγάλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, έλαβαν διαταγές να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1944, η Ομάδα Στρατού Ε κήρυξε την Ελλάδα σε ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων. Ακολούθησε η διαταγή για την αποχώρηση του άμαχου γερμανικού πληθυσμού, των μεγάλης ηλικίας στρατιωτών της Βέρμαχτ, της Μυστικής Αστυνομίας και της Αστυνομίας Ασφαλείας, το κλείσιμο των γερμανικών καταστημάτων, των πολιτιστικών ινστιτούτων και η απαγόρευση των επισκέψεων των Γερμανών πολιτών στη χώρα.

  Η κήρυξη της Ελλάδας σε ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων σήμαινε, σύμφωνα με τη διαταγή του Χίτλερ, εκτός των παραπάνω και την ταυτόχρονη διεξαγωγή ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Πράγματι, τους τελευταίους μήνες της Κατοχής τα αντίποινα των Γερμανών σε βάρος του πληθυσμού εξέλαβαν ακόμη σκληρότερη μορφή σε μια προσπάθεια να περιοριστούν, όσο αυτό ήταν δυνατό, οι επιθέσεις των ανταρτών. Όπως επεσήμαιναν σχετικά οι επιτελείς της Ομάδας Στρατού Ε, ο ΕΛΑΣ είχε αυξήσει τους καλοκαιρινούς μήνες τις επιθέσεις του όχι μόνο εναντίον των γερμανικών θέσεων, αλλά και εναντίον των «αντικομμουνιστικών χωριών».

  Από τις αρχές του καλοκαιριού του 1944, οι επιθέσεις εναντίον των γερμανικών οχυρών θέσεων, των αυτοκινητοπομπών και οι δολιοφθορές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, καθώς και στο δίκτυο των επικοινωνιών, εκδηλώνονταν σε καθημερινή βάση. Οι γερμανικές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και σε στρατιωτικό υλικό ήταν πολύ σημαντικές. Ταυτόχρονα, όμως, για τις επιθέσεις αυτές, χωριά και πόλεις της Μακεδονίας δέχθηκαν το κύριο βάρος των γερμανικών αντιποίνων. Για τον ίδιο επίσης λόγο το ίδιο διάστημα εκτελέστηκαν εκατοντάδες κρατούμενοι-όμηροι των στρατοπέδων συγκεντρώσεως.

  Εκτός από τις εκτελέσεις ομήρων, οι Γερμανοί μετήλθαν τους τελευταίους αυτούς μήνες της Κατοχής οποιουδήποτε μέσου στην προσπάθειά τους να ενσπείρουν τον τρόμο, για να αποτρέψουν τη συμμετοχή του πληθυσμού σε επιθέσεις εναντίον της Βέρμαχτ. Για να το επιτύχουν αυτό ανέχθηκαν την ανεξέλεγκτη δράση των παραστρατιωτικών ομάδων που ανέλαβαν να «αποκαταστήσουν» την τάξη, ξεπερνώντας σε πολλές περιπτώσεις σε αγριότητα και τους ίδιους τους Γερμανούς. Οι ομάδες αυτές στράφηκαν με την ίδια ευκολία τόσο εναντίον των ανταρτών, όσο και εναντίον των αμάχων.

  Στο παραπάνω πλαίσιο, τα Γιαννιτσά ήταν ο τόπος της τρίτης κατά σειρά συνάντησης μεταξύ του επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Εμίλ Βένγκερ και του σκληρού Γερμανού υπαξιωματικού Φριτς Σούμπερτ. Όπως αναφέρθηκε, το τελευταίο διάστημα οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών στα Γιαννιτσά και του τμήματος του Γεωργίου Πούλου στην Κρύα Βρύση ήταν συχνές. Η διατήρηση του ελέγχου στην πόλη των Γιαννιτσών και στον κάμπο της ήταν για τους Γερμανούς επιβεβλημένη από τη στιγμή που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να παραμείνουν ανοικτές οι συγκοινωνιακές αρτηρίες που οδηγούσαν προς το βορρά. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, συγκεντρώθηκαν στα Γιαννιτσά τα σημαντικότερα ελληνικά εθελοντικά τμήματα με τους αρχηγούς τους για να ενισχύσουν τη γερμανική παρουσία στην περιοχή και να επιβάλλουν την «τάξη», τρομοκρατώντας τον πληθυσμό. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Φριτς Σούμπερτ με τους άντρες του.

Fritz Schoubert
Fritz Schoubert

  Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σούμπερτ βρέθηκε στα Γιαννιτσά. Αμέσως μετά την άφιξή του στη Μακεδονία από την Κρήτη, το Φεβρουάριο του 1944, ο Σούμπερτ και το τμήμα του ανέλαβαν μια από τις πρώτες επιχειρήσεις τους, επιλέγοντας γι’ αυτό την πόλη των Γιαννιτσών. Εκεί αφού συγκέντρωσαν τους κατοίκους στην πλατεία, ξυλοκόπησαν αγρίως πολλούς από αυτούς. Αυτή την πρώτη ‘γνωριμία’ του με τους κατοίκους μνημόνευσε ο Σούμπερτ, όταν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συναντήθηκε και πάλι μαζί τους, αυτή τη φορά αποφασισμένος να μην αφήσει την ευκαιρία για δράση ανεκμετάλλευτη. Άλλωστε, η εξόντωση των αμάχων του Χορτιάτη αποτελούσε τον προάγγελο των διαθέσεων του Σούμπερτ και των αντρών του.

  Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Σούμπερτ με τους υπαρχηγούς του Καπετανάκη και Γερμανάκη, ο Κύρος Γραμματικόπουλος, ο οποίος κατονομάζεται ως οργανωτής και διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιφέρειας Γιαννιτσών, ο Πούλος με έναν από τους άντρες του, τον Παντελή Τριανταφύλλου, και τον στενό του συνεργάτη Στέργιο Σκαπέρδα, κτηνοτρόφο από το Δροσερό Έδεσσας, ο Καπετάν Ιορδάνης Χασερής από τη Δράμα, ο Τσαρουχίδης (Αρκαδίου), ο Ιωάννου και άλλοι, συμμετείχαν σε σύσκεψη στο γραφείο του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή ονόματι Μαξ Ρέσκο. Εικάζεται ότι το αντικείμενο της συζήτησης ήταν τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν όχι εναντίον των ανταρτών, κάτι άλλωστε που δεν ήταν εφικτό, αλλά εναντίον των κατοίκων, ώστε η πόλη να παραμένει δια της τρομοκρατίας κάτω από το γερμανικό έλεγχο.

 Το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου, ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής των Γιαννιτσών απαγόρευσε την κυκλοφορία των πολιτών μέχρι την 6η πρωινή της 14ης Σεπτεμβρίου. Από το χρονικό εκείνο σημείο ανέλαβαν δράση οι άντρες του Σούμπερτ και του Πούλου. Αφού περικύκλωσαν την πόλη, συγκέντρωσαν όλους τους άντρες και τα παιδιά άνω των δέκα ετών, περίπου τρεις χιλιάδες, στην πλατεία του 1ου Δημοτικού Σχολείου, ο περιβάλλοντας χώρος του οποίου ήταν ναρκοθετημένος και αποκλεισμένος με συρματοπλέγματα και χαρακώματα. Την ίδια στιγμή συγκέντρωσαν όλες τις γυναίκες και τα μικρότερα παιδιά στην πλατεία του αστικού συνοικισμού.

 Για δύο ώρες, πολλοί από τους συγκεντρωμένους στον προαύλιο χώρο του σχολείου δάρθηκαν αγρίως με σίδερα και ξύλα. Επακολούθησε ομιλία του ιερέα του τμήματος του Σούμπερτ, Παπαγρηγορίου, Αρχιερατικού Επιτρόπου Πολυγύρου της Μητροπόλεως Κασσανδρείας. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο ίδιος ο Σούμπερτ, ο οποίος στη σύντομη ομιλία του εκτόξευσε ύβρεις και απειλές εναντίον των συλληφθέντων, χρησιμοποιώντας επί λέξει τα ακόλουθα λόγια: «Π…, ρουφιάνοι, που πουλάτε τις γυναίκες σας, κ…, κατωρθώσατε να με τυλίξετε πριν από έξι μήνες που βρισκόμουν στα Γιαννιτσά και μου βάλατε το δάκτυλο στον κ…, αυτήν την φοράν όμως θα μου το πληρώσητε. Θα σας ξεκάνω όλους».

Μαγκριώτης Θωμάς
Μαγκριώτης Θωμάς

Πραγματοποιώντας τις απειλές του, έδωσε σχετική διαταγή στους Γερμανάκη και Καπετανάκη, οι οποίοι μέσα σε δέκα λεπτά σκότωσαν με μαγκούρες και σίδερα, μπροστά σε όλους, τον υπάλληλο της Δημαρχίας Γιαννιτσών Γεώργιο Παπαϊωάννου. Με τον ίδιο τρόπο εκτελέστηκαν έξι ακόμη άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν υπάλληλοι του δήμου και άλλων υπηρεσιών. Σειρά είχαν οι ιερείς και ο Δήμαρχος Γιαννιτσών, Θωμάς Μαγκριώτης. Ο Σούμπερτ απευθύνθηκε προς τον τελευταίο, μετά την άρνησή του να υποδείξει τους κομμουνιστές, λέγοντάς του χαρακτηριστικά: «Δήμαρχε, θα σε σκοτώσω, πρώτα εσένα και μετά τους ρουφιάνους τους παπάδες».

 Όμως, η εκτέλεσή τους πήρε μικρή αναβολή, μετά την εμφάνιση του Πούλου, που παρουσιάστηκε έφιππος με ελληνική στολή. Στη σύντομη ομιλία του ο Πούλος δεν παρέλειψε να τονίσει την πίστη του για τη νίκη της Γερμανίας. Μετά την αναχώρησή του, τρία ακόμη άτομα δάρθηκαν μέχρι θανάτου. Το μεσημέρι, επελέγησαν εννιά άτομα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο δήμαρχος, οδηγήθηκαν σε μία ερειπωμένη καπναποθήκη στο κέντρο των Γιαννιτσών και εκτελέστηκαν. Από τους νεκρούς αφαιρέθηκαν τα ρούχα, τα παπούτσια, οι κάλτσες, τα χρήματα και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν επάνω τους.

Γεώργιος Πούλος
Γεώργιος Πούλος

Την ίδια στιγμή, στο προαύλιο του σχολείου οι άντρες του Σούμπερτ και του Πούλου παρατάχθηκαν σχηματίζοντας ένα διάδρομο, ο οποίος κατέληγε σε ένα μεγάλο λάκκο που είχε ανοιχτεί από το πρωί σε γειτονικό οικόπεδο. Όσοι επελέγησαν από τους συγκεντρωμένους, υποχρεώθηκαν να περάσουν από το διάδρομο αυτό, δεχόμενοι χτυπήματα με ξύλα και σίδερα, ώσπου να καταλήξουν μέσα στο λάκκο. Εκεί, το έργο της εκτέλεσης είχαν αναλάβει άλλοι, ανοίγοντας ταυτόχρονα πυρ εναντίον τους. Παρόντες στις εκτελέσεις ήταν και οι Γερμανοί αξιωματικοί της πόλης, οι οποίοι απλώς μειδιούσαν και τραβούσαν φωτογραφίες. Μ’ αυτό τον τρόπο εκτελέστηκαν πάνω από εβδομήντα πέντε άτομα. Σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς, ο συνολικός αριθμός των νεκρών πλησίαζε ή και ξεπερνούσε τους εκατό. Ανάμεσα στους νεκρούς εκείνης της ημέρας συγκαταλέγονταν και όσοι αγρότες έτυχε να εργάζονται έξω από την πόλη των Γιαννιτσών.[1]

 Τα γεγονότα αυτά πληροφορήθηκε από τους ίδιους τους κατοίκους ο Βένγκερ με καθυστέρηση λίγων ημερών, όταν επισκέφτηκε τα Γιαννιτσά. Σημείωνε σχετικά ο αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στη Μακεδονία: «[…] Πλέον των 70 ατόμων, μεταξύ των οποίων ο Δήμαρχος, πέντε Δημοτικοί υπάλληλοι και πολλοί προύχοντες εξετελέσθησαν κατά τρόπον φοβερόν. Αφού τους εκτύπησαν δια σιδηροσωλήνος, φέροντος κυρτωμένον το εν άκρον, με αποτέλεσμα να πεταχθούν έξω τα μυαλά των, να θραυσθούν τα μέλη των, τα νεφρά ή τα πλευρά των, τοις έδιδον το χαριστικόν κτύπημα αποτελειώνοντες αυτούς δια βολής περιστρόφου. Τίποτε δεν θα ηδήνατο να περιγράψη την φρίκην των εκτελέσεων αυτών, το μεγαλείτερον μέρος των οποίων έπληξεν αθώους και πολίτας εντελώς φιλησύχους».

 Την ίδια στιγμή που δεκάδες πολίτες δολοφονούνταν πλησίον του σχολείου, άλλοι «Σουμπερτέοι» και «Πουλικοί» ξεχύνονταν στους δρόμους, σκοτώνοντας όσους συναντούσαν. Μεταξύ αυτών ήταν τρεις γυναίκες, οι οποίες οδηγήθηκαν μπροστά στην είσοδο του πάρκου και εκτελέστηκαν, αφού προηγουμένως βιάστηκαν. Τις εκτελέσεις διέκοψε προσωρινά η σύντομη ανταλλαγή πυρών που σημειώθηκε μεταξύ των Γερμανών και των Ελλήνων παραστρατιωτικών από τη μια μεριά και αντρών της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα) από την άλλη, που εκείνη την ημέρα βρίσκονταν μέσα στην πόλη.   

  Την επομένη ημέρα, μετά την απελευθέρωση των υπολοίπων συλληφθέντων, όλος ο πληθυσμός των Γιαννιτσών, πάνω από είκοσι χιλιάδες άτομα, εγκατέλειψε την πόλη, αναζητώντας καταφύγιο στα γειτονικά χωριά στους πρόποδες του Πάικου, όπως ήταν το Ελευθεροχώρι και το Ασβεσταριό, είτε στα πεδινά. Μέσα στην ερημωμένη πόλη παρέμειναν οι άντρες του Πούλου και του Σούμπερτ, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία, μετά τη φυγή των κατοίκων, λεηλάτησαν τα σπίτια, αλλά και την αποθήκη με τα τρόφιμα για τους τραυματίες και τα θύματα πολέμου.

 Όταν τον Ιούλιο του 1947 ο Φριτς Σούμπερτ βρέθηκε ενώπιον του Ειδικού Στρατοδικείου Εγκληματιών Πολέμου Αθήνας και ρωτήθηκε για τα γεγονότα των Γιαννιτσών, δε δίστασε να ομολογήσει τη συμμετοχή του, καταθέτοντας: «[…] Μόλις μπήκαμε στα Γιαννιτσά […] οι πουλικοί μάζεψαν τον κόσμο στην πλατεία και άρχισαν να τους χωρίζουν. Αυτοί τους διάλεγαν. Εγώ δεν μπορούσα να ξέρω ποιοι ήταν κομμουνιστές. Όταν ξεχώρισαν αρκετούς, τους πήραν και τους βασάνισαν. Πρώτον εκτέλεσαν τον Γ. Παπαϊωάννου με ρόπαλα. Τις αδελφές του Παπαϊωάννου τις σκότωσαν κι αυτές με ρόπαλα, μέσα σε 2 λεπτά. Σκοτώσαν κι άλλους πολλούς εκεί μπροστά στην πλατεία. Όλη αυτή τη σφαγή που έγινε στην πλατεία του χωριού την παρακολουθούσαν από το μπαλκόνι ο συνταγματάρχης Πούλος και ο Σκαπέρδας. Έδιναν τις διαταγές και επέβλεπαν από εκεί».

  Στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Βένγκερ και οι συνεργάτες του αναχώρησαν από τα Γιαννιτσά «καταγανακτισμένοι δια την τόσην φρικαλεότητα». Εκτός από τη μικρή υλική βοήθεια προς στους πληγέντες, η αντιπροσωπεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ήταν αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να παραμένει απλός παρατηρητής των γεγονότων, ανίσχυρη σε κάθε περίπτωση να αποτρέψει τις επιθέσεις των Γερμανών και των παραστρατιωτικών υποστηρικτών τους εναντίον των αμάχων. Σημείωνε, απογοητευμένος, ο Βένγκερ: «[…] Ήδη ήτο η σειρά των Γιαννιτσών. Δυστυχώς όλαι αι προσπάθειαι ημών ίνα τεθή τέρμα εις τας ατιμωτικάς ταύτας πράξεις, ουδέν έσχον αποτέλεσμα. Το πρόσχημα της καταπολεμήσεως των κομμουνιστών δεν αρκεί ίνα ιδιοποιηθή τις το δικαίωμα να επιτεθή ούτω κατά των πολιτών οίτινες ουδέν δύνανται να πράξουν και ιδίως αι γυναίκες και τα παιδιά».

 Όταν στις 18 Σεπτεμβρίου ο Βένγκερ μετέβη για δεύτερη φορά στα Γιαννιτσά, βρέθηκε μεταξύ διασταυρούμενων πυρών. Μάλιστα, φτάνοντας σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τα Γιαννιτσά, αναγκάστηκε να επιστρέψει γιατί οι δρόμοι γύρω από την πόλη ήταν ναρκοθετημένοι, ενώ διεξάγονταν μάχες μεταξύ των Γερμανών και των ανταρτών. Πράγματι, την ίδια ημέρα το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, μετά από μάχη, απώθησε τη γερμανική φρουρά δύναμης εκατό αντρών και τους άντρες του Πούλου, που είχαν σπεύσει σε βοήθεια από την Κρύα Βρύση. Λίγο πριν οι Γερμανοί και οι «Πουλικοί» αναγκαστούν να αποχωρήσουν, σκότωσαν όσους ηλικιωμένους δεν μπόρεσαν να απομακρυνθούν και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στην πόλη, με συνέπεια να προκληθούν σημαντικές καταστροφές. Κατά τον Βένγκερ καταστράφηκε περίπου το 1/3 των κτισμάτων και κυρίως αυτά που βρίσκονταν στο κέντρο και στον προσφυγικό συνοικισμό. Σύμφωνα με άλλες πηγές, η πυρκαγιά έκαψε τα 2/3 της πόλης, ανάμεσα σ’ αυτά το δημοτικό κατάστημα, όπου στεγάζονταν όλες οι υπηρεσίες του Δήμου και φυλάσσονταν τα Αρχεία και το Ταμείο.

 Μετά τα τελευταία γεγονότα, όσοι κάτοικοι είχαν στο μεταξύ επιστρέψει αναγκάστηκαν και πάλι να εγκαταλείψουν την πόλη. Εκτός από ελάχιστες οικογένειες, όλος ο πληθυσμός κατέφυγε στην πεδιάδα, κοντά στη γέφυρα του Λουδία. Εκεί μετέβη λίγο αργότερα ο Βένγκερ στην προσπάθειά του να πείσει τους κατοίκους να επιστρέψουν στα Γιαννιτσά, όπου θα παραλάμβαναν ως βοήθεια συνολικά δύο χιλιάδες άρτους, κουτιά με παστά ψάρια και φάρμακα. Η κατάσταση του πληθυσμού σύμφωνα με τον Βένγκερ ήταν τραγική: «[…] Διηυθύνθημεν προς την πεδιάδα προς συνάντησιν των φευγόντων κατοίκων. Συναρπαστικόν δράμα εκτυλίσσεται κατά μήκος της οδού : Γυναικόπαιδα που πεινούν και τρέμουν από το ψύχος και που διενυκτέρευσαν εις το ύπαιθρον καθ’ όλας αυτάς τας νύκτας δεν έφαγον παρά ολίγους κόκκους αραβοσίτου συλλεγέντος εις τους αργούς. Προσέρχονται κλαίοντα προς ημάς, όχι δια να τα βοηθήσωμεν εις τρόφιμα, αλλά δια να θέσωμεν τέρμα εις την αγωνίαν των, καθόσον αισθάνονται εαυτά κυνηγημένα σαν σκυλιά, μη γνωρίζοντα πού να καταφύγουν. Απορούμεν τι να συμβουλεύσωμεν. Συνεστήσαμεν εν τούτοις εις αυτά να επιστρέψουν εις την πόλιν δια να δυνηθούν να περισώσουν μερικά των υπαρχόντων των».

  Αλλά ούτε και η επιστροφή τους στα Γιαννιτσά ήταν υπό τις παρούσες συνθήκες δυνατή. Μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη των θέσεών του εντός της πόλης, το γερμανικό τμήμα οχυρώθηκε έξω απ’ αυτήν, κοντά στο μνημείο των πεσόντων του 1912. Από εκεί πυροβολούσαν εναντίον όποιου επιχειρούσε να εισέλθει ή να εξέλθει από την πόλη, ακόμη και εάν επρόκειτο για γυναίκες και παιδιά. Μ’ αυτό τον τρόπο και μέσα σε ελάχιστα λεπτά η αποστολή του Ερυθρού Σταυρού έγινε μάρτυρας της εκτέλεσης τριών γυναικών. Όσο για τους άντρες του Πούλου, επιδόθηκαν για μια ακόμη φορά στη λεηλασία των καταστημάτων και των σπιτιών. Σημείωνε ο Βένγκερ: «Παρέστημεν μάρτυρες του θλιβερού θεάματος των ανδρών του Πούλου οι οποίοι εφόρτωσαν τα κλαπέντα λάφυρα επί όσων οχημάτων ηδύναντο να εξεύρουν».

 

[1] ΙΑΥΕ, 1945, φακ. 25, 12ος υποφ.: «Περίληψις των επελθουσών καταστροφών εν τω Νομώ Πέλλης εκ των πολεμικών γεγονότων». Με βάση το έγγραφο αυτό, εκτελέστηκαν συνολικά εκατόν τριάντα άτομα. Στο Δήμο Γιαννιτσών έχουν συνταχθεί μόνο δέκα τρεις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, βλ. σχετικά, Δήμος Γιαννιτσών, Βιβλίον Θανάτων, τόμος Α΄, 1-218 (1945), Αριθ. 7 (6.6.1945), 16 (12.6.1945), 35 (27.6.1945), 48 (14.7.1945), 49 (14.7.1945), 58 (23.7.1945), 70 (2.8.1945), 71 (2.8.1945), 86 (16.8.1945), 93 (20.8.1945), 148 (13.10.1945), 190 (1.12.1945) και Βιβλίον Θανάτων, τόμος Α΄, 109-156 (1961), 1-152 (1962), Αριθ. 139 (7.12.1945).