Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Η μνήμη του γεγονότος της σφαγής των Γιαννιτσιωτών, στις 14 Σεπτεμβρίου 1944

Βασιλική Παπαγεωργίου

Η σφαγή των Γιαννιτσών, του 1944, δεν αποτέλεσε μόνο ένα σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας της πόλης, αλλά και ένα κομβικό σταθμό, με όλες τις συνυφασμένες δραματικές του συνδηλώσεις και παραμέτρους στη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας της. Η τοπική κοινωνία κλήθηκε εκ των πραγμάτων να διαχειριστεί τους τρόπους με τους οποίους θα θυμόταν εκείνες τις τραγικές στιγμές. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί πως δεν επρόκειτο για μία στατική και παγιωμένη εξ αρχής διαδικασία, αλλά εναπόκειτο στις επιδράσεις του ευρύτερου ιδεολογικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Είναι συνεπώς αναμενόμενο στη διαδικασία της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης να παρατηρούνται ανταγωνισμοί και αποκλίνουσες ερμηνείες που αντανακλούν διαφορετικές προθέσεις και συμφέροντα.

Ο μεταπολεμικός και μεταπολιτευτικός Τύπος ασχολήθηκε με τις ζυμώσεις εντός της τοπικής κοινωνίας σχετικά με τους προσφορότερους τρόπους απόδοσης τιμής στα θύματα της σφαγής και απόδοσης ευθυνών στους θύτες. Εδώ όμως αναφύονται οι πρώτες διαφοροποιήσεις, καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία ακόμα και στα αυστηρά πραγματολογικά δεδομένα της σφαγής; Ποιοι ήταν οι πραγματικοί θύτες; Πόσα ήταν εν τέλει τα θύματα; Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να τιμάται η μνήμη του γεγονότος; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ποικίλουν ανάλογα με το ποιος καλείται να απαντήσει, ακόμα και ανάλογα με το ποιος τα θέτει κάθε φορά.

Οι εφημερίδες κάλυψαν ειδησεογραφικά τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν στα Γιαννιτσά κάθε Σεπτέμβριο και παρέχουν όχι μόνον πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενό τους, αλλά δίνουν και το βήμα για να εκφραστούν απόψεις και προτάσεις. Επιπλέον, ασχολούνται με τις ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης, τόσο γιατί τις αξιολογούν ως σημαντικές, όσο και επειδή ενδιαφέρουν το αναγνωστικό τους κοινό. Σχετικές ειδήσεις και αρθρογραφία εντοπίζονται σε εφημερίδες με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελευθερία, Ελληνικός Βορράς, Μακεδονία, Νέα Αλήθεια, Το Φως) και τα Γιαννιτσά (Εθνική Πνοή, Πρωινή του Νομού Πέλλας, Φωνή των Γιαννιτσών, Ηχώ του Κάμπου και Γιαννιτσά). Η σχέση τους με το γεγονός είναι αμφίπλευρη: αναπαράγουν και δημοσιοποιούν με την αρθρογραφία τους τις σχετικές εκδηλώσεις μνήμης, αλλά διαμορφώνουν επίσης στάσεις και αντιλήψεις στο αναγνωστικό τους κοινό επηρεάζοντάς το. Ακόμα και η έκταση που επιλέγουν να αφιερώνουν αντικατοπτρίζει στάσεις, αντιλήψεις, προτεραιότητες.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως υπεύθυνοι της σφαγής των Γιαννιτσών κατονομάζονται ο Φριτς Σούμπερτ κυρίως, αλλά και ο Γεώργιος Πούλος. Τα θύματα υπολογίζονται περισσότερα από εκατό, ενώ ξεχωριστή αναφορά γίνεται και στις υλικές καταστροφές που υπέστη η πόλη. Τον πρώτο μεταπολεμικό Σεπτέμβριο, εκείνον του 1945, αλλά και γενικότερα την δεκαετία του 1940 οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και οι κάτοικοι θυμούνται τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Οι μνήμες δεν έχουν υποστεί επεξεργασία υπό το βάρος των πολιτικών εξελίξεων, που ακολούθησαν.

Η Μακεδονία φιλοξενεί εκτενές ρεπορτάζ για τις εκδηλώσεις του πρώτου μεταπολεμικού έτους, με τίτλο: «130 Γιαννιτσιώται εσφάγησαν εις μίαν ημέραν από τον απαίσιον Σούμπερτ». Την ομιλία εκφωνεί ο Δημάρχος Ιωάννη Παπαδόπουλος όπου κάνει ονομαστική αναφορά στους υπαίτιους της σφαγής, Σούμπερτ και Πούλο και τους ταγματασφαλίτες του. Το άρθρο της εφημερίδας είναι έντονα περιγραφικό, με συναισθηματική αναφορά της πορείας προς τον τάφο όπου ήταν θαμμένοι 86 πολίτες και την κατάθεση απλών στεφάνων, «απλοί και απέριττοι όπως αρμόζει εις τους ήρωας». Στην επόμενη σελίδα διασώζεται αναφορά στις καταστροφές που υπέστη η πόλη (1150 σπίτια από τα 2500 καταστράφηκαν). Τα γεγονότα του Σεπετεμβρίου 1944 χαρακτηρίζονται ως «Τυφώνας που θα μείνει για πάντα αλησμόνητος σε όσους τον έζησαν και στους απογόνους των για ν’ αναθεματίζουν τον δημιουργό του φασισμού». Είναι έκδηλη λοιπόν η διάθεση να προσωποποιηθούν οι ευθύνες των θυτών, να τονισθεί έστω και έμμεσα ο αντιφασιστικός χαρακτήρας των εκδηλώσεων μνήμης και να καταδικαστεί ο φασισμός ως φαινόμενο.

Το 1947, η επικαιρότητα ανακινεί με μία επιπλέπον ιδιαιτερότητα το τραύμα της σφαγής, καθώς ο Σούμπερτ συλλαμβάνεται. Στην επέτειο της σφαγής, προστίθεται το αίτημα για δικαιοσύνη «...προς ικανοποίησιν αισθήματος εκδικήσεως των βαρυπενθούντων συγγενών θυμάτων» και εγκρίνεται ψήφισμα, με το οποίο οι κάτοικοι των Γιαννιτσών ζητούν την άμεση εκτέλεση του Σούμπερτ. Ο Ελληνικός Βορράς, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, φιλοξενεί το τηλεγράφημα του Δήμαρχου Γιαννιτσών Στέφανου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος ήταν και βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Σούμπερτ, προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης με αίτημα την εκτέλεσή του.

Το θέμα του τάφου των θυμάτων της σφαγής απασχολεί τα Γιαννιτσά αμέσως μετά την αποτίναξη του ναζιστικού ζυγού, ενώ σταδιακά φαίνεται πως αποτελεί και πεδίο συγκρούσεων, όπως συμπεραίνουμε από σχετική διαμαρτυρία του Δημάρχου Γιαννιτσών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1946, για δημοσίευμα στο οποίο γινόταν αναφορά σε κωλυσιεργεία των Αρχών σχετικά με πρωτοβουλία των συγγενών των θυμάτων για την ανέγερση μνημείου. Ο Δήμαρχος απάντησε ότι κανένας δεν αποτάθηκε στον Δήμο Γιαννιτσών για την ανέγερση ομαδικού τάφου και ότι ο Δήμος ανήγειρε τάφο με δαπάνη συνολικού κόστους ενός εκατομμυρίου δραχμών.

 

Σύμφωνα με την εφημερίδα Εθνική Πνοή, κατά την δεκαετία του 1950, η μνήμη της επετείου όπως και το τελετουργικό, σταθεροποιούνται, ενώ καθιερώνεται η επέτειος της σφαγής και ως ανεπίσημη ημέρα αργίας, αφού καφενεία και καταστήματα παραμένουν κλειστά έως τις 7 το απόγευμα. Κατά το τέλος της ίδιας δεκαετίας, ανακύπτει ως θέμα και προβληματίζει η διαμόρφωση του ομαδικού τάφου και του περιβάλλοντος χώρου. Χαρακτηριστικά, πρωτοσέλιδο άρθρο της 13ης Σεπτεμβρίου 1958 στην ίδια εφημερίδα, υποστηρίζει τη μεταφορά των οστών προς ένα κεντρικότερο σημείο.

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, παρατηρείται μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη που διαφοροποιεί τη διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης των γεγονότων της σφαγής. Οι θύτες δεν προσωποποιούνται πλέον και παύουν να κατονομάζονται, ενώ προστίθενται ως υπαίτιοι της σφαγής και οι Γερμανοί. Ως υπεύθυνοι αναφέρονται γενικά τα στρατεύματα Κατοχής («υπό του αιμοδιψούς και βαρβάρου χιτλερικού κτήνους», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ελληνικός Βορράς, το 1953) και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, ενώ στη συνέχεια, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, τα στρατεύματα Κατοχής (ή εναλλακτικά, οι Γερμανοί, ή οι Ναζί) προβάλλονται ως οι μόνοι υπεύθυνοι.

Την περίοδο εκείνη έχει πλέον διαμορφωθεί και το σχετικό τελετουγικό των επετειακών εκδηλώσεων, που περιλαμβάνει επιμνημόσυνη δέηση από τον οικείο Μητροπολίτη στον Μητροπολιτικό ναό της πόλης, στην οποία παρίστανται οι πολιτικές, αυτοδιοικητικές και στρατιωτικές Αρχές, οι διάφορες οργανώσεις και πλήθος πολιτών, που με τη μαζική παρουσία, όπως φαίνεται και από το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα σχετικά ρεπορτάζ (όπου κυριαρχούν οι μαυροφορεμένες και πενθούσες γυναίκες, συγγενείς ή και όχι των θυμάτων, που μετέχουν στο κοινό πένθος) και συμμετοχή τους διατρανώνουν πόσο νωπό είναι ακόμα το τραύμα της σφαγής στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας. Στη συνέχεια, ακολουθεί η κατάθεση στεφάνων στον τόπο των εκτελέσεων και οι εκδηλώσεις ολοκληρώνονται με την παράθεση δεξίωσης από τον Δήμο Γιαννιτσών στους επισήμους και τους συγγενείς των θυμάτων στον χώρο του Δημαρχείου.

Όσον αφορά στον αριθμό των θυμάτων, με εξαίρεση τα έτη 1945 και 1951 όπου τα θύματα απαριθμούνται σε 130 και 140 αντίστοιχα, σχεδόν όλες οι υπόλοιπες αναφορές κάνουν λόγο αόριστα για αριθμό θυμάτων πάνω από 100. Ο αριθμός των θυμάτων διαφοροποιείται εκ νέου, όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κυμαίνεται μεταξύ 110 και 115.

Ξεχωριστή ήταν η περίπτωση της εκδιδόμενης στα Γιανιτσά, τοπικής εβδομαδιαίας και αυτοπροσδιοριζόμενης ως εθνικιστικής εφημερίδας, της Εθνικής Πνοής. Τον Σεπτέμβριο του 1948, δημοσιεύει σε περιγεγραμμένο σημείο την πρόσκληση του Δήμου για συμμετοχή στο μνημόσυνο. Το έτος εκείνο, τόσο η δημοσίευση στην εφημερίδα της πρόσκλησης για το μνημόσυνο, όσο και το ρεπορτάζ της επετείου της σφαγής αναφέρουν ως υπαίτιους αόριστα «τους αιμοχαρείς κατακτήτες». Αναφέρεται επίσης στο σχετικό ρεπορτάζ ότι στο ναό υπήρχε διακοσμημένο κενοτάφειο, ενώ τμήμα του στρατού απέδωσε τιμές σε επισήμους, ένδειξη του ότι η εκδήλωση αρχίζει να αποκτά θεσμικό και επίσημο χαρακτήρα.  

Στην ίδια εφημερίδα, τον Σεπτέμβριο του 1949, την αναφορά της στο μνημόσυνο συνοδεύει άρθρο του Α. Παντολέοντος, ιδρυτή, ιδιοκτήτη και διευθυντή της, με το οποίο αναφέρεται και εστιάζει στα θύματα και τον Σούμπερτ.

Το 1960, η Εθνική Πνοή ανακοινώνει το μνημόσυνο στην πόλη, ενώ ως θύτες ονομάζονται γενικόλογα «οι κατακτητές». Το 1961, με την ευκαιρία της  επετείου η εφημερίδα επανέρχεται στο θέμα της μεταφοράς των οστών προτείνοντας να κατατεθούν παραπλεύρως του Ηρώου της πόλης. Σύμφωνα με την εφημερίδα, το 1969, κατά τη διάρκεια δηλαδή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, δεν ήταν δυνατό να τελεστεί η επιμνημόσυνη δέηση στο σημείο του ομαδικού τάφου «...διότι ο χώρος σχεδόν έχει αποκλεισθεί εκ των γύρωθεν οικοδομών και ήδη, ως ηνεκοινώθει, αναμένεται η υπό του Δήμου μεταφορά των οστών εις ειδικήν τοποθεσίαν». Η παρέλευση των ετών, σύμφωνα με την Εθνική Πνοή, δεν φαίνεται να οδηγεί σε διαφοροποιήσεις όσον αφορά στη θέση του ομαδικού τάφου. Σε σχέση με την επέτειο γενικότερα, η εφημερίδα αρκείται σε απλή παρουσίαση του μνημοσύνου σε μικρό μονόστηλο. Αναφέρεται μόνο το αρχιερατικό μνημόσυνο και η παρουσία κάποιων επισήμων ή Αρχών της πόλης. Απουσιάζουν, σε σχέση με άλλες χρονιές, οι εκδηλώσεις στον ομαδικό τάφο (επιμνημόσυνη δέηση, κατάθεση στεφάνων), η δεξίωση στο δημαρχείο, ενώ δεν αναφέρεται ρητώς αν εξακολουθεί να ισχύει η αργία της ημέρας.   

Ο Ελληνικός Βορράς επίσης, εφημερίδα συντηρητικής ιδεολογικής κατεύθυνσης, μεταφέρει στους αναγνώστες του την δική του οπτική, όσον αφορά στα γεγονότα των επετειακών εκδηλώσεων της σφαγής και τις πολιτικές τους προεκτάσεις. Οι ετήσιες εκδηλώσεις από τη δεκαετία του 1970 εμπλουτίζονται ως προς το περιεχόμενό τους, διαφοροποιημένες από το παρελθόν, ενώ από την δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980 αποτελούν πλέον και πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ή «εκμετάλλευσης» και «καπήλευσης» εκ μέρους της Αριστεράς, σύμφωνα με την ίδια  εφημερίδα.

Όσον αφορά στις δράσεις που πλαισώνουν τις εκδηλώσεις κάθε Σεπτέμβριο, ο Δήμος Γιαννιτσών διοργανώνει καλλιτεχνικές εκθέσεις, εθελοντικές αιμοδοσίες, ενώ μεγαλύτερη έμφαση δίνεται από την εφημερίδα στην εμποροπανήγυρη που συμπίπτει χρονικά με τις επετειακές εκδηλώσεις παρά στο μνημόσυνο και την κατάθεση στεφάνων, που μοιάζει να έχουν θεσμοποιηθεί και να έχουν χάσει ως έναν βαθμό τη σημασία που είχαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Για τον Ελληνικό Βορρά, ως θύτες παρουσιάζονται σταθερά οι Γερμανοί και τα στρατεύματα Κατοχής, δίχως καμία αναφορά στους Έλληνες που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1944.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1964, κατά τη διάρκεια της σύντομης διακυβέρνησης από την Ένωση Κέντρου, σε ένα διάλειμμα πολιτικής φιλελευθεροποίησης, η Αριστερά τόλμησε να δημιουργήσει ρωγμές στον κυρίαρχο μέχρι τότε πολιτικό λόγο και επιχείρησε να βγει στο προσκήνιο και σε συμβολικό επίπεδο. Προσπάθησε να επανανοηματοδοτήσει το παρελθόν της πολεμικής δεκαετίας του 1940 και να αναδείξει το ρόλο της στην Εθνική Αντίσταση. Φυσικά, αυτή η προσπάθεια εκλαμβανόταν ως πρόκληση από το συντηρητικό ακροατήριο που εξέφραζε η εφημερίδα. Ο τίτλος του δίστηλου που αφιερώνεται στην επέτειο είναι: «Ασχήμιαι Νέων της Αριστεράς εις τελετήν των Γιαννιτσών». Αναφέρεται στην προσπάθεια ομάδας γυναικών της Ε.Δ.Α. από τη Θεσσαλονίκη να καταθέσουν στεφάνι με την ένδειξη «Σύλλογος Γρ. Λαμπράκη», το οποίο κατάφεραν να αφήσουν μετά την αποχώρηση των επισήμων. Το άρθρο κατηγορεί την Ε.Δ.Α. για την αναγραφή προεκλογικών συνθημάτων στον χώρο του ομαδικού τάφου. Η είδηση αυτή μας πληροφορεί ότι η Αριστερά της εποχής επιδίωξε να καταστήσει τον χώρο συμβολικό τόπο και να του προσδώσει τις αξίες και τα ιδανικά της. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή στο πολιτικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1960 συναντούσε ακόμα έντονες αντιδράσεις και δεν ήταν αυτονόητη η αποδοχή της, ακόμα και μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Επομένως, επιχειρείται την περίοδο εκείνη μία πρώτη και εκ νέου ερμηνεία των δραματικών συμβάντων του Σεπτεμβρίου του 1944 στα Γιαννιτσά και η σύνδεσή τους με την ΕΑΜική Αντίσταση της κατοχικής περιόδου.

Είκοσι ακριβώς χρόνια αργότερα, το πολιτικό διακύβευμα επανέρχεται με πιο δριμεία ένταση. Φυσικά, το πολιτικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1980 έχει διαφοροποιηθεί άρδην σε σχέση με τη δεκαετία του 1960. Πλέον, οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν εδραιωθεί και στην πολιτική ζωή κυριαρχούν οι δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς. Τον Σεπτέμβριο του 1984 στην εφημερίδα υπάρχει ως είδηση ο «εγκλωβισμός», όπως τον χαρακτηρίζει, αντιπροσωπείας αξιωματικών της Μεραρχίας Γιαννιτσών. Η εφημερίδα επισημαίνει ότι η εκδήλωση – εννοώντας το μνημόσυνο – αμαυρώθηκε από  τη συμμετοχή κομμουνιστικών οργανώσεων τα μέλη των οποίων φώναξαν συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΕΠΟΝ και κατά της παράταξης της Δεξιάς, την οποία χαρακτήριζαν δοσιλογική «που πολέμησε μαζί με τους κατακτητές την εθνική αντίσταση του λαού και την πρόδωσε». Ευθύνες για το συμβάν αποδίδονται από την εφημερίδα έμμεσα στον τότε Δήμαρχο Γιαννιτσών.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης προσλαμβάνει διαφοροποιημένα το γεγονός της σφαγής και εξοικειώνει τους κατοίκους με νέες δράσεις που αφορούν στη διαχείριση του τραύματος της σφαγής. Από το 1976, διοργανώνεται από τον Δήμο Γιαννιτσών σε ετήσια βάση η «Εβδομάδα Γιαννιτσών», που συμπεριλαμβάνει και τις εκδηλώσεις της επετείου της σφαγής. Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, γιατί διερύνεται το νοηματικό πλαίσιο αναφοράς και η μνήμη της σφαγής χάνει την αυτονομία της και  εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύκλο δράσεων της τοπικής κοινωνίας (εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη, εθελοντική αιμοδοσία, ‘δρόμος θυσίας’ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, πνευματικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις καλλιτεχνικού περιεχομένου, ακόμα και με συναυλίες με έργα του Μίκη Θεοδωράκη, η μουσική του οποίου ήταν λογοκριμένη μέχρι πριν λίγα έτη και ανακαλούσε συνειρμούς αντίστασης απέναντι στον αυταρχισμό των προγενέστερων χρόνων).

Ήδη από το πρώτο μεταπολιτευτικό έτος, το 1975, ο Δήμαρχος Γιαννιτσών μαζί με τον Νομάρχη επισκέφτηκαν τον Υπουργό Β. Ελλάδος Νικόλαο Μάρτη και του έθεσαν μεταξύ άλλων ζητημάτων, τη διαμόρφωση και τον εξωραϊσμό του χώρου του ομαδικού τάφου. Εγκρίθηκε τότε από τον υπουργό το ποσό των 250.000 δρχ. και ο αρθρογράφος εκτίμησε ότι το έργο έως την 14η Σεπτεμβρίου (1975) θα ήταν έτοιμο. Ο Δήμαρχος, στον λόγο του στις σχετικές εκδηλώσεις εκείνου του έτους, επισήμανε την ανάγκη να μην γίνει κομματική εκμετάλλευση του εορτασμού της επετείου διότι όλα τα θύματα ήταν «παιδιά της Ελλάδος». Έδωσε επίσης τη διαβεβαίωση ότι δεν θα γυρίσουν πίσω εκείνες οι ημέρες και μολονότι ως αυτουργοί της σφαγής κατονομάζονται τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, έδωσε την υπσχεση ότι «δεν θα βρεθούν Έλληνες προδότες που θα δουλεύουν για ξένα συμφέροντα». Επομένως, από το λόγο του συνάγεται αρχικά τόσο η διαφαινόμενη απόπειρα να δοθεί πολιτική απόχρωση στη σφαγή και η προσπάθεια αναίρεσής της, όσο και η εκ νέου – και με καθυστέρηση περίπου τριών δεκαετιών – αναφορά στο ρόλο των Ελλήνων στη σφαγή. Είναι έκδηλη η προσπάθεια να διατηρήσουν οι εκδηλώσεις χαρακτήρα ενότητας και όχι πόλωσης και διχασμού, αλλά και να επαναφερθεί στη συλλογική μνήμη ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι Έλληνες στη σφαγή του 1944.

Το 1976, ο Δήμος Γιαννιτσών ανήγειρε μνημείο, που φιλοτέχνησε ο καταγόμενος από την Φλώρινα γλύπτης Θανάσης Μηνόπουλος (1931-1982), στην οδό 14ης Σεπτεμβρίου, την οποία ονοματόδησε έτσι ο Δήμος για να τιμήσει τη μνήμη της σφαγής, κοντά στην πλατεία Μάγγου. Αποτελείται από μια μαρμάρινη στήλη που εδράζεται πάνω σε βαθμιδωτό βάθρο δύο επιπέδων. Στην πρόσοψη της στήλης υπάρχουν εντοιχισμένα δύο ορειχάλκινα ανάγλυφα. Στο πρώτο απεικονίζεται μία γυναικεία μορφή με πένθιμα ρούχα και καλυμμένο το κεφάλι της να κάθεται και να θρηνεί.. Στη βάση της αναγράφεται η φράση: «Ο Δήμος Γιαννιτσών εις μνήμην των 110 εκτελεσθέντων δημοτών υπό των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής την 14ην Σεπτεμβρίου 1944». Πίσω ακριβώς από το μνημείο βρίσκεται τοποθετημένη μαρμάρινη στήλη με τα ονοματεπώνυμα των νεκρών: «Ονοματεπώνυμα των 110 σφαγιασθέντων από τα στρατεύματα Κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους».

Η ανέγερση του συγκεκριμένου μνημείου αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως μία μέθοδος ανάκλησης της μνήμης. Το μνημείο αποτελεί την ορατή βάση για τη σχηματοποίηση και τη διατήρηση της μνήμης. Στοχεύει να λειτουργήσει ως ένα οπτικό ερέθισμα για τη διέγερση της μνήμης και αποτελεί ένα μέσο που μέσω των συμβολισμών του αφηγείται τι διαδραματίστηκε στο παρελθόν. Η μνημονευτική του λειτουργία συμβαδίζει με τις συμβάσεις και τους περιορισμούς από τους οποίους διέπεται το σύνολο των λειτουργιών της μνήμης. Το μνημείο αυτό, όπως και κάθε άλλο ανάλογο μνημείο, επιλέγει και προωθεί μια συγκεκριμένη αντίληψη για το παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό, επισφραγίζει και εμπεδώνει την επικρατούσα συλλογική μνήμη και άποψη για το παρελθόν.

Ακριβώς επειδή το μνημείο αυτό είναι δημόσιο, οι χρήσεις του είναι κατεξοχήν κοινωνικές. Ενσαρκώνει και πραγματώνει τη συλλογική μνήμη των Γιαννιτσών και  εξυπηρετεί τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες που συνδέονται με την ταυτότητα, τη διαιώνιση της μνήμης προσώπων και γεγονότων, όπως και την καλλιέργεια, διατήρηση και τη διάχυση αρχών, προτεραιοτήτων και αξιών.

Το μνημείο της σφαγής των Γιαννιτσών ταυτόχρονα αποτελεί ένα δημόσιο έργο τέχνης. Αυτή η διάστασή του θέτει εκ των πραγμάτων συγκεκριμένα όρια στον δημιουργό του, όσον αφορά στις αξίες που πρέπει να εκφραστούν στο έργο του όπως και τη δέουσα μορφή που θα αποδώσει καλύτερα τις αξίες αυτές. Ιδιαίτερη σημασία έχει πόσο άμεσα και εύκολα γίνεται αντιληπτό και σαφές το νόημα του μνημείου. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, που με τη μνημειακή γλυπτική εξυμνείται ένα κορυφαίο, δραματικό γεγονός που σημάδεψε την ιστορική πορεία μίας κοινωνίας, όπως ήταν η ομαδική εκτέλεση του 1944 στα Γιαννιτσά, οι προσδοκίες των επιζώντων και των απογόνων τους είναι πολύ πραγματικές για να παραγκωνιστούν. Αυτό συμβαίνει γιατί στηρίζονται στην προσωπική, βιωματική τους σχέση με τα γεγονότα. Επιπλέον, η ανθρώπινη ανάγκη για παρηγοριά και συμφιλίωση με τη βίαιη απώλεια των προσφιλών τους προσώπων υποβοηθείται από πιο παραδοσιακές μνημειακές μορφές που προσαρμόζουν συχνά στη θεματολογία τους και θρησκευτικά σύμβολα ή μοτίβα. Τα μνημεία συνολικά δηλαδή, όπως και το συγκεκριμένο στα Γιαννιτσά, συντελούν στη συναισθηματική κάθαρση και την αποδοχή του θανάτου. Ο σκοπός τους αυτός επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά όταν αξιοποιούνται από την παράδοση οικείοι τύποι, μορφές και συμβολισμοί που ερμηνεύονται δίχως κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια και δεν αποξενώνουν ούτε προβληματίζουν το κοινό τους σχετικά με το νόημά τους.

Το 1977, ο τοπικός Τύπος προβάλλει την ανάγκη να ευπρεπιστεί ο ομαδικός τάφος των θυμάτων. Γίνεται αναφορά στον Γρηγόριο Διδασκάλου που δώρισε για τον σκοπό αυτό οικόπεδο έκτασης πάνω των 600 τ.μ., απέναντι από τον παλιό τάφο. Διατυπώνεται η μομφή ότι με καθυστέρηση 32 ετών πραγματοποιήθηκε βιαστικά η εκταφή κάποιων οστών – όχι όλων – και η μεταφορά τους σε μνημείο που κατασκευάστηκε και τοποθετήθηκε μετά την κατασκευή του δρόμου, ο οποίος πέρασε πάνω από την τοποθεσία του τάφου. Τα οστά, σύμφωνα με τη σχετική αρθρογραφία, τοποθετήθηκαν πίσω από το μνημείο σε λάκκο που ανοίχτηκε γι’ αυτό τον σκοπό. Ο αρθρογράφος προτείνει την περίφραξη του μνημείου και καλλωπισμό του. Συνεχίζοντας, σε σχέση με άλλες πόλεις που είχαν απώλειες στην Κατοχή (Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτης), ο αρθρογράφος παρατηρεί ότι στην επέτειο στα Γιαννιτσά δεν παρίστανται κυβερνητικοί επίσημοι, παρά μόνο τοπικοί αξιωματούχοι. Το ίδιο μάλιστα τονίζει πως συμβαίνει και στους εορτασμούς της πόλης για την απέλευθέρωσή της το 1912. Διαπιστώνεται έτσι, έστω και μη συνειδητά, η πρόσληψη της σφαγής ως ενός γεγονότος ίσης σημασίας με ανάλογά του στην ελληνική επικράτεια, που ήταν όμως ευρύτερα γνωστά και καταξιωμένα ήδη με την θεσμική τους αναγνώριση σε πανελλήνια κλίμακα και αξιώνεται η ίση μεταχείρισή της!

Το 1978, εγκαινιάστηκε το πάρκο του Αγίου Γεωργίου στα Γιαννιτσά, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων της Γ’ Εβδομάδας Γιαννιτσών. Ο Δήμαρχος της πόλης στην ομιλία του τόνισε: «Στο χώρο αυτό, σαν αυτή τη μέρα, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα της πόλης τα Τάγματα Ασφαλείας, που κρατούσαν τα φονικά τους πολυβόλα στραμμένα στις αθώες γυναίκες και παιδιά, όπου βοούσε το κλάμα της συμφοράς. Αυτή την ίδια μέρα, παραδίνουμε στις μάννες και στα παιδιά ολόκληρης της πόλης, το ωραίο αυτό πάρκο για ν’ ακούγεται το γέλιο και η χαρά». Ακολούθησε αιμοδοσία. Στα εγκαίνια του πάρκου του Αγίου Γεωργίου γίνεται εύλογα αναφορά, όχι στα άμεσα θύματα της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά στις γυναίκες και τα παιδιά που κρατήθηκαν εκεί την ώρα που δολοφονούνταν οι άντρες στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Με τον τρόπο αυτό, καθιερώνεται ένας καινούργιος συμβολικός τόπος, ένας νέος χώρος συλλογικής μνήμης, που συνδέει το τραγικό συμβάν του παρελθόντος με το ελπιδοφόρο μέλλον που κομίζει η νέα γενιά. Σημαντική επίσης υπήρξε η αναφορά του στους πραγματικούς θύτες, τα Τάγματα Ασφαλείας.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα με σχετικό άρθρο στην Ηχώ του Κάμπου στις 2 Σεπτεμβρίου, η κατάσταση που επικρατούσε στον ομαδικό τάφο συνέχιζε να μην είναι κολακευτική για την πόλη των Γιαννιτσών. Το θέμα εξακολουθεί να απασχολεί τον Τύπο, μολονότι έχει γίνει η «μεταφορά» των οστών και του τάφου, απέναντι από το σημείο όπου έγινε στην πραγματικότητα η σφαγή. Ασκείται κριτική στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταφορά αυτή – βεβιασμένα όπως αναφέρεται, χωρίς επιμέλεια – και  στο γεγονός ότι πρόχειρα ανασκάφτηκε το σημείο και ανασύρθηκαν κάποια οστά, ενώ τα υπόλοιπα έμειναν για πάντα θαμμένα κάτω από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ο οποίος κατασκευάστηκε επάνω από σημείο όπου αποτελούσε τον χώρο της σφαγής. Πρόταση του αρθρογράφου είναι να χτιστεί στον «σημερινό» χώρο μια εκκλησία στη μνήμη των πεσόντων εκείνης την ημέρας. Η εφημερίδα προτείνει τη συγκέντρωση συγγενών, μηχανικών, αρχιτεκτόνων της πόλης σε σύσκεψη στο δημαρχείο, ώστε να αποφασιστεί από κοινού η έναρξη αυτής της προσπάθειας.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1983, και ενώ πλέον έχει αναγνωρισθεί από τη Βουλή η Εθνική (και ΕΑΜική) Αντίσταση, ο Βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Πέλλα Δήμος Παπαδημητρίου έγραψε ένα κείμενο για την επέτειο της σφαγής το οποίο φιλοξενείται στην Ηχώ του Κάμπου. Το κείμενο με τίτλο «Το αντιφασιστικό θυσιαστήριο των Γιαννιτσών», που έχει ιστορικές ανακρίβειες, δομείται γύρω από το δίπολο «φασίστες - αντιφασίστες», καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι από τα Γιαννιτσά δεν υπήρξε κανένας δοσίλογος ή ταγματασφαλίτης, ενώ προτρέπει για την αντιφασιστική και δημοκρατική εκπαίδευση της νεολαίας.

Η σύνθεση των συμμετεχόντων στο ετήσιο μνημόσυνο αποτέλεσε κάποιες φορές πεδίο αντιπαράθεσης. Το 1986, ο Χριστόφορος Τσιπλίδης, παλαιός αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και Πρόεδρος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ στα Γιαννιτσά, διαμαρτύρεται για την απουσία της οργάνωσής του, την οποία αποδίδει στη στάση του Κ.Κ.Ε. Το 2003, τα σχετικά προβλήματα φαίνεται ότι είχαν εκλείψει, καθώς ως συνδιοργανωτές μαζί με τον Δήμο Γιαννιτσών φαίνονται και οι δύο μεγάλες οργανώσεις αντιστασιακών, η ΠΕΑΕΑ και η ΠΟΑΕΑ, όπως και οι συγγενείς των θυμάτων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το σύνθημα που διαχέεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης (και πιθανόν εντάσσεται στο πνεύμα της τότε διακηρυσσόμενης και λεγόμενης ‘εθνικής συμφιλίωσης’), είναι «Ποτέ πια διχασμός, ποτέ εμφύλιοι, ποτέ μίση». Είναι σαφής επομένως η μετατόπιση του κέντρου βάρους των ευθυνών από τους ξένους κατακτητές στις ενδοελληνικές συγκρούσεις και τα πολιτικά πάθη.

Το 1991, κεντρικό θέμα της ομιλίας του Δημάρχου Γιαννιτσών ήταν η Εθνική Αντίσταση και το περιεχόμενό της. Τα Γιαννιτσά συγκρίνονται με άλλες πόλεις της Ελλάδας γιατί πρόσφεραν σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, 220 θύματα και κανέναν «οπλισμένο συνεργάτη και προδότη». Ο Δήμαρχος αναφέρεται σε διωγμό από την πολιτεία με την κατάργηση της σύνταξης σε αντιστασιακούς. Στο τέλος της ομιλίας του αναφέρει ότι το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε απόφαση να προσφύγει στα διεθνή διακστήρια, στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στην Κυβέρνηση της Γερμανίας για «να διευθετήσει (σ. εννοεί διεκδικήσει) επανορθώσεις και πολεμική αποζημίωση για τα όσα προξένησαν στην πόλη των Γιαννιτσών αλλά και στο Λαό της τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής».

Το 2005, η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε καταβάλει μεν αποζημιώσεις, αλλά ο γερμανός Πρόξενος επισκέφτηκε τον ομαδικό τάφο των Γιαννιτσών, όπου προσευχήθηκε και κατέθεσε λουλούδια. Η κίνηση του γερμανού αξιωματούχου σχολιάστηκε με άρθρο της Μαρίας Τριανταφυλλίδου, που δημοσιεύτηκε στην Ηχώ του Κάμπου, στις 25 Μαΐου 2005, με τίτλο «Η στρατηγική της Γερμανικής Διπλωματίας στο Θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων της Ελλάδας από το 1945 έως σήμερα». Την ίδια εποχή, παραμένει έντονη η άποψη ότι δεν έχει αποδοθεί πραγματική δικαιοσύνη με εξαίρεση τον Σούμπερτ, ότι οι δράστες παραμένουν ατιμώρητοι και ότι το γερμανικό κράτος δεν έχει αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογεί.

Μετά το 2000, στη συλλογική μνήμη της τοπικής κοινωνίας, τα θύματα χαρακτηρίζονται πλέον ως ‘μάρτυρες’, «που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους κατακτητές με συνέπεια να εκτελεστούν ομαδικά» (Ηχώ του Κάμπου, 19 Σεπτεμβρίου 2007) και επομένως, έστω και ατύπως, η πόλη θεωρείται ‘μαρτυρική’, ενώ τα ερωτήματα που σχετίζονται με τις θηριωδίες του 1944 παραμένουν ακόμα αναπάντητα και ταλανίζουν τους κατοίκους και τους συγγενείς των θυμάτων/μαρτύρων, αν και είχαν παρέλθει πάνω από έξι δεκαετίες.

Η κοινωνία των Γιαννιτσών αξιολόγησε εξαρχής τη σφαγή του 1944 ως ένα δραματικό σταθμό στη σύγχρονη ιστορία της πόλης. Ήταν τέτοια η βιαιότητά της, τόσο μεγάλος ο αριθμός των νεκρών και τόσο εκτεταμένη η έκταση των υλικών καταστροφών, ώστε η αντίδρασή της απέναντι στο γεγονός αυτό ήταν μονόδρομος: όφειλε να διατηρήσει τη μνήμη ζωντανή και να αποδώσει τιμές στους νεκρούς της. Στο πέρασμα των δεκαετιών, είναι εύλογη ωστόσο η διαφοροποίηση στους τρόπους με τους οποίους επέλεξε να μετουσιώσει σε πράξεις τη στάση της και να νοηματοδοτήσει τις εκάστοτε επιλογές της.

Οι σημαντικότερες εκφράσεις της τιμής που αποδίδεται στη μνήμη των νεκρών, ήδη από το πρώτο μεταπολεμικό έτος, είναι η τέλεση μνημοσύνων εντός του ναού και τρισαγίου μπροστά από το μνημείο, υπέρ της ανάπαυσης των ψυχών των νεκρών της σφαγής. Στις θρησκευτικές αυτές τελετές προΐσταται συνήθως κάποιος ανώτερος κληρικός (Μητροπολίτης), γεγονός που τις αναδεικνύει συμβολικά. Ιδιαίτερα τα πρώτα έτη μετά τη σφαγή, η συμμετοχή των πολιτών είναι πάνδημη. Οι μνήμες είναι νωπές, όπως και το τραύμα που τις συνοδεύει. Τα πρώτα εκείνα χρόνια, η παρουσία ιδιαίτερα των μαυροφοεμένων γυναικών ήταν συγκλονιστική, ακόμα και σημειολογικά. Στα μνημόσυνα και τα τρισάγια η παρουσία των κατοίκων θεωρείτο και ήταν αυτονόητη. Επισημότητα στις τελετές προσέδιδε και η πρόσκληση αυτοδιοικητικών και άλλων πολιτικών αρχόντων και των στρατιωτικών Αρχών. Συνήθως, εκφωνείται κάποιος λόγος από τον Δήμαρχο, κάποιον άλλο δημοτικό σύμβουλο ή από κάποιο ενεργό μέλος της κοινωνίας της Γιαννιτσών, κάποιον εκπαιδευτικό κ.ά. Με τις ομιλίες τους κρατούν τη μνήμη των γεγονότων ζωντανή στο ακροατήριό τους και μεταφέρουν τα μηνύματα που επιθυμούν, τα οποία σχετίζονται τόσο με την ερμηνεία του ιστορικού παρελθόντος, όσο και με τη χάραξη κάποιου οράματος και τη στοχοθεσία για το μέλλον.

Επίδικα ζητήματα αποτελούν ο προσδιορισμός των θυτών και ο ακριβής αριθμός των θυμάτων. Ως θύτες αρχικά κατονομάζονται ρητά ο Σούμπερτ και ο Πούλος. Σταδιακά, ωστόσο τα δύο αυτά ονόματα πέφτουν στην αφάνεια και αντικαθίστανται από τους ξένους κατακτητές. Οι ευθύνες για το έγκλημα που συντελέστηκε, για πολλά χρόνια, μέχρι και τη Μεταπολίτευση, θεωρείται ότι βαρύνουν αποκλειστικά εκείνους και αποσιωπάται ο ρόλος των ελλήνων δοσιλόγων και ταγματασφαλητών. Οι ταυτότητες διαμορφώνονται στα αντιθετικά ζεύγη των θυτών/ξένων κατατκτητών και των θυμάτων/Ελλήνων. Δεν επιτρέπεται καμία σύγχυση μεταξύ τους. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτόν πριν τη Μεταπολίτευση είναι η περίοδος της διακυβέρνησης από την Ένωση Κέντρου, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960, όταν δειλά, αλλά και ‘προκλητικά’, όπως ερμηνεύεται από τη Δεξιά της εποχής, η Αριστερά προβάλλει τη σημασία της ΕΑΜογενούς Εθνικής Αντίστασης και κατ’ ανάγκη και τις διαχωριστικές γραμμές με όσους Έλληνες την πολέμησαν τασσόμενοι στο πλευρό των Γερμανών. Ο αρνητικός ρόλος των τελευταίων αναβαθμίζεται και προβάλλεται, αρνητικά βέβαια στη συλλογική μνήμη, από το 1974 και μετά και ιδιαίτερα από την δεκαετία του 1980.

Όσον αφορά στον αριθμό των θυτών, επίσης δεν υπάρχει ομοφωνία. Τα νούμερα ποικίλουν σε όλη την περίοδο μέχρι σήμερα. Κυμαίνονται συνήθως από περίπου 100 μέχρι και 140. Παρατηρείται από τα πρώτα χρόνια η αδυναμία της πλήρους καταγραφής τους και ταύτισής τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομοφωνία που να μην δέχεται αμφισβητήσεις. Η διαπίστωση αυτή είναι εντυπωσιακή αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της πόλης των Γιαννιτσών, που δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες μεγαλουπόλεις, όπως η κοντινή της λ.χ. Θεσσαλονίκη, για την οποία αυτή η αδυναμία θα φαινόταν ίσως περισσότερο εξηγήσιμη. Οι αιτίες του φαινομένου χρήζουν ασφαλώς περαιτέρω διερεύνησης. Και ενώ από τη δεκατία του 1980, όταν σταδιακά αρχίζουν να εκλίπουν βιολογικά οι ζώντες αυτόπτες μάρτυρες, επισημαίνεται η ανάγκη να συλλεχθεί πρωτογενές υλικό (τεκμήρια, συνεντεύξεις) από όσου/ες έζησαν τα γεγονότα του 1944 και να αποτυπωθεί με αδιαμφισβήτητο τρόπο ο αριθμός των νεκρών, κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε.

Η διαφύλαξη της μνήμης στο συλλογικό επίπεδο και στη δημόσια σφαίρα προϋποθέτει πάντα και την κατασκευή των αντίστοιχων μνημείων ή την απόδοση συμβολικών νοημάτων σε χώρους που από ‘μη τόποι’ μετατρέπονται σε ‘τόπους’. Δύο είναι, στην περίπτωσή μας, αυτά τα παραδείγματα: αρχικά, το σχετικό μνημείο προς τιμήν των νεκρών και η τοποθεσία του ομαδικού τάφου και δεύτερον, το πάρκο  του Αγίου Γεωργίου, που συνδέεται με τους επιζήσαντες και όχι τους νεκρούς των γεγονότων της σφαγής. Στο μνημείο αυτό, από την κατασκευή του και εξής, πάντα μαζεύονταν όταν τιμούσαν τους νεκρούς και για το λόγο αυτό συγκέντρωνε την προσοχή όσων υπέβαλλαν προτάσεις για την ανάδειξη τόσο του ιδίου, όσο και του περιβάλλοντός του χώρου.

Οι τελετές μνήμης ήταν τα πρώτα χρόνια περισσότερο απλές και σύντομες. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν και αυτονομημένες από άλλες εκδηλώσεις. Αυτό το χαρακτηριστικό τους λειτουργούσε αμφίπλευρα από τη μία πλευρά, η προσοχή επικεντρωνόταν στο γεγονός της σφαγής αυτής καθ’ αυτής, αλλά είχε σχετικά περιορισμένη συμβολική και χρονολογική εμβέλεια. Από την άλλη πλευρά, από τη Μεταπολίτευση και μετά, οι τελετές αυτές εντάσσονται σε έναν εξαιρετικά διευρυμένο κύκλο παράλληλων εκδηλώσεων, που δεν σχετίζονται άμεσα με όσα συνέβησαν το 1944. Η μνήμη δείχνει να θεσμοποιείται περισσότερο, να χάνει τόσο τον άμεσο και συναισθηματικό χαρακτήρα της προγενέστερης περιόδου, όσο και την αυτονομία της. Ίσως αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να αξιολογείται επικριτικά, αλλά να είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της ολοένα και αυξανόμενης χρονικής απόστασης από τα γεγονότα αναφοράς.

Το ιδεολογικό δε περιεχόμενο που προσδίδεται επίσης στις σχετικές εκηλώσεις μνήμης ποικίλλει, όπως είναι αναμενόμενο, ανά εποχή. Γιατί έγινε η σφαγή και τι πρέπει να διδάσκονται από αυτήν οι νεώτερες γενιές των Γιαννιτσιωτών; Οι νεκροί ήταν μόνο τα τραγικά θύματα της σφαγής, ή είναι  επιπλέον και ‘μάρτυρες’ ή‘ήρωες’, καθώς αντιτάχτηκαν στους δημίους τους, ή έστω δεν συνεργάστηκαν μαζί τους, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σώσει τις ζωές τους; Ποιο είναι το ιδεολογικό φορτίο που κουβαλά η στάση ζωή τους πριν τις ομαδικές εκτελέσεις τους; Έδιναν συνειδητά έναν αντιφασιστικό αγώνα, εντασσόμενοι στον παγκόσμιο πόλεμο εναντίον του Ναζισμού, όπως διακηρυσσόταν από τη δεκαετία του 1980; Η κάθε ιστορική περίοδος δίνει τις δικές της απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.

Μετά το 2000 και μέχρι το παρόν και σε άμεσο πάντα συσχετισμό με τη σφαγή του 1944, αναδεικνύεται στο δημόσιο λόγο το αίτημα της αναγνώρισης της θυσίας των Γιαννιτσιωτών από το γερμανικό κράτος με την καταβολή αποζημιώσεων. Επιπλέον, θεωρείται – και αυτό μαρτυρά αυτοπεποίθηση και δυναμισμό όσον αφορά στη διαχείριση του γεγονότος – πως η σφαγή του 1944 δεν υστερεί σε τίποτα (αριθμός θυμάτων και έκταση υλικών καταστροφών) από ανάλογα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν σε άλλες περιοχές της κατεχόμενης Ελλάδας. Όπως λοιπόν άλλες πόλεις και περιοχές (λ.χ. τα Καλάβρυτα, το Δίστομο και ο Χορτιάτης) έχουν καταφέρει να αναδείξουν τις σφαγές και τις καταστροφές που υπέστησαν και να προωθήσουν δυναμικά τα αιτήματά τους, το ίδιο οφείλουν και μπορούν να πράξουν και τα Γιαννιτσά.     

Η μνήμη των γεγονότων του 1944 περιλαμβάνει τις αναμνήσεις των ανθρώπων ως μελών της κοινωνίας των Γιαννιτσών, ανεξάρτητα από το εάν τα έχουν ζήσει οι ίδιοι ή όχι. Δεν πρόκειται δηλαδή απαραίτητα για βιωμένη μνήμη και αυτό συμβαίνει διότι οι άνθρωποι μεταφέρουν, αλλά παράλληλα εκπαιδεύονται και στη συλλογική μνήμη της κοινότητάς τους. Στη συγκεκριμένη διαδικασία εξέχοντα ρόλο κατέχουν οι τόποι μνήμης, τα μνημεία, οι εκδηλώσεις, κ.ά. Αυτά συγκροτούν τη δημόσια ιστορία και αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η παρουσίαση ορισμένων από τους τρόπους με τους οποίους το τραυματικό παρελθόν ανασυγκροτείται, διαχέεται και αποτυπώνεται στη δημόσια σφαίρα, μέσα από τις τελετές και τους εορτασμούς, τις επετειακές ομιλίες, τα μνημεία που έχουν κατασκευαστεί, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ιδιαίτερα τον Τύπο. Όλα τα παραπάνω μας διηγούνται, το κάθε ένα με τον τρόπο του,  από μια ‘ιστορία’ για το τι συνέβη τον Σεπτέμβριο του 1944 και ταυτόχρονα διαμορφώνουν ταυτότητες. Η δημόσια ιστορία, όπως εκφράζεται και στην περίπτωση της ομάδικής εκτέλεσης των Γιαννιτσιωτών σχετίζεται με τη συγκεκριμένη τραυματική εμπειρία και με τις τραυματικές μνήμες που αυτή ανακαλεί είναι μια ιστορία στην οποία τα συναισθήματα και η έμφαση που δίνεται σ’ αυτά είναι ευδιάκριτη. Στοχεύει τέλος, στην αποτροπή του εφησυχασμού, που επιφέρει η άγνοια ή λησμονιά του ιστορικού παρελθόντος και  στην ενημέρωση όσων είναι οι αποδέκτες της, των πολιτών δηλαδή που δεν έχουν πρόσβαση στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα.

Στη διατήρηση της μνήμης της σφαγής των Γιαννιτσών, φαίνεται πόσο καθοριστική είναι αυτή στη διαμόρφωση και διατήρηση της ταυτότητας των κατοίκων της πόλης. Το ίδιο σημαντική είναι όμως και η επιλεκτική ή η συνειδητή λήθη, ή έστω η προσαρμογή της μνήμης που έχει διατηρηθεί. Άλλωστε, η ανάκληση εκείνων των γεγονότων μετασχηματίζει στο παρόν εκ των πραγμάτων το παρελθόν. Η συλλογική μνήμη συγκροτείται από τις αναμνήσεις που επιλέγει να μοιράζεται μια κοινότητα, αφού τις παραδέχεται τόσο ως πραγματικές, όσο και χρήσιμες και για το λόγο αυτό τις διασώζει και τις αναπαράγει. Βέβαια, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι  συλλογική μνήμη δεν συγκροτείται τελεσίδικα, ούτε αναπαράγεται στη συνέχεια δίχως διαφοροποιήσεις. Όπως φαίνεται και στην περίπτωση των Γιανιτσών, η κάθε γενιά επεξεργάζεται το σύνολο ή ένα τμήμα των αναμνήσεων του κοινού της  παρελθόντος και τις ερμηνεύει από την αρχή, με βάση τις επιταγές του παρόντος που βιώνει. Για το λόγο αυτό, υπήρξαν περίοδοι, ιδιαίτερα μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και την περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, κατά τις οποίες οι  μνήμες για το ρόλο κάποιων προσώπων, των Ελλήνων δηλαδή συνεργατών των Γερμανών, απωθούνται εντελώς ή περιθωριοποιούνται ως πολιτικά, κοινωνικά και εθνικά επιβλαβείς. Η μνήμη της κοινωνίας των Γιαννιτσών δεν είναι μία αφηρημένη λειτουργία, αλλά διαμορφωνόταν και συνεχίζει να διαμορφώνεται από συγκεκριμένα ιστορικά υποκείμενα που λειτουργούν, κάνουν επιλογές και δρουν υπό  ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες, που διαφοροποιούνται στον χρόνο και  κινητοποιούν το μηχανισμό της μνήμης.

Συνοψίζοντας, εκτιμούμε πως το παρελθόν και συγκριμένα η ομαδική εκτέλεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 στα Γιαννιτσά, αναδύεται, ανατροφοδοτείται και επιβιώνει στο παρόν με τη βοήθεια της μνήμης. Η μνήμη ωστόσο μετασχηματίζει, προσθέτει ή  αφαιρεί στοιχεία, προσαρμόζοντας το πρωτογενές υλικό στις τωρινές ή ακόμα και στις μελλοντικές μας ανάγκες, επιθυμίες και σκοπιμότητες. Η μνήμη αυτού του γεγονότος αποτελούσε ιδιαίτερα κατά το παρελθόν, αλλά συνεχίζει ίσως όχι βέβαια με την ίδια ένταση, να αποτελεί ένα βασικό στοιχείο στη συγκρότηση της ταυτότητας των κατοίκων των Γιαννιτσών και η απώλειά της θα μπορούσε δυνητικά να επισφέρει σε κάποιο βαθμό τη στέρηση ή τη διαφοροποίηση αυτής της ταυτότητας. Αυτό δε συμβαίνει, διότι ο παράγοντας της μνήμης στη συγκρότηση και μορφοποίηση των συλλογικών ταυτοτήτων είναι καθοριστικός.


 

[1] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Δημητρίου Καραΐτση, Γιαννιτσά 19-12-2018. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κύριος Καραΐτσης, στα Γιαννιτσά υπήρχε ένας αγγλικός λόχος που είχε κατασκηνώσει στο στρατόπεδο Καψάλη με σκοπό να προστατέψει την πόλη. Αναχώρησαν 24 ώρες πριν την είσοδο των Γερμανών στα Γιαννιτσά αφού προηγουμένως είχαν ανατινάξει την γέφυρα της ανατολικής εισόδου της πόλης (τη λεγόμενη Σερβική ή Γαλλική)

[2] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Ευάγγελου Πετρίδη, Γιαννιτσά 23-5-2019. Ο κύριος Πετρίδης αναφέρει στην συνέντευξη ότι καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει ένα δωμάτιο του σπιτιού τους, όπου αρχικά έμεναν τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες και όταν έφυγαν εκείνοι ήρθαν άλλοι και ούτω καθεξής.

[3] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Λευτέρη Τσίτσιρα, Γιαννιτσά 16-9-2019.Αναφορικά με τις αεροπορικές επιδρομές ο κύριος Τσίτσιρας  επισημαίνει ότι οι αεροπορικές επιδρομές που είχαν προορισμό την Θεσσαλονίκη γίνονταν αντιληπτές στα Γιαννιτσά με αποτέλεσμα κάθε φορά που περνούσε αεροσκάφος πάνω από την πόλη, επικρατούσε πανικός στους κατοίκους, χτυπούσαν σειρήνες και οι άνθρωποι κρυβόντουσαν σε καταφύγια.

[4] Stephan D. Yada-Mc Neal, Places of Shame – German and Bulgarian war crime in Greece 1941-1945, Norderstedt, Bookson Demand, 2018, 153.

[5] Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Νικολάου Δέα, Αρ. Εισ. 262, φακ. 5: “Έκθεσις επι των ταξιδίων μας εις τα επαρχίας, από 15-21Σεπτεμβρίου 1944”, Θεσσαλονίκη, 23 Σεπτεμβρίου 1944.

[6] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 7ης Οκτωβρίου 1945.

[7] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[8] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[9] Χατζής Χρήστος, Γιαννιτσά Ιστορική Επισκόπηση, Γιαννιτσά, 2003, σ. 200.

[10] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Λευτέρη Τσίτσιρα, Γιαννιτσά 16-9-2019.

[11] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[12] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  4ης Ιουλίου 1945.

[13] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  20ης Νοεμβρίου 1945.

[14] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  16ης Απριλίου 1945.

[15] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 27ης Ιουλίου 1945.

[16] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 16ης Απριλίου 1945.

[17] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  7ης Οκτωβρίου 1945.

[18] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  8ης Αυγούστου 1945.