Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Η μαρτυρία του Ασλανίδη Απόστολου για τον παππού του Ηλιόπουλο Απόστολο

Έρευνα: Μαρία Τριανταφυλλίδου

Ο παππούς μου Απόστολος Ηλιόπουλος (Κορυφίδης) γεννήθηκε το 1890 στο Φαντάκ Όλασας της Τραπεζούντας και πέθανε πλήρης ημερών αλλά και έργων, τον Απρίλιο του 1979 στα Γιαννιτσά. Ο βίος του δεν είναι εύκολο να καταγραφεί.  Είναι γεμάτος από τραγικές ιστορίες που η παρέμβαση της συγκυρίας (ζωή και θάνατος ένα) τις κάνει ακόμα πιο μοιραίες. Και εξηγούμαι:

 Ο παππούς Απόστολος σπούδασε δομικά έργα στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ήταν άνθρωπος μορφωμένος, φιλομαθής αλλά και φιλόπατρης. Την εποχή που ζούσε στον Πόντο,  δούλευε όχι για τον εαυτό του αλλά για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Μαζί με τον παπα-Ιγνάτιο Ηλιόπουλο (Κορυφίδη) μετέφεραν όπλα από τη Ρωσία κρυμμένα κάτω από το καλαμπόκι για να ενισχύσουν τον ένοπλο αγώνα. Οι Τούρκοι γνώριζαν τη δράση του. Για το λόγο αυτό το 1923 και ενώ επέβαινε στο καράβι για την Ελλάδα με την παραίνεση του πλοιάρχου άλλαξε το όνομα του. Εκεί μετονομάστηκε από Κορυφίδης σε Ηλιόπουλος. Υπήρχε ο κίνδυνος να τον έπιαναν στον έλεγχο που διενεργούσαν οι τούρκικες αρχές στα καράβια που διέσχιζαν το Βόσπορο.

 Το όνομα άλλαξε αλλά όχι και ο άνθρωπος. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον συνοικισμό Νέας Τραπεζούντας Γιαννιτσών και στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε τον αγώνα.  Μετέφερε όπλα στους αντάρτες του βουνού. Παράλληλα, συμμετείχε στα κοινά και υπήρξε Δημοτικός Σύμβουλος ακόμη και μετά την Κατοχή. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1944 και καθώς ο παππούς Απόστολος επέστρεφε από ένα γάμο ντυμένος με τη ζίπκα (=παραδοσιακή ποντιακή στολή) τον σταμάτησαν οι γείτονες του στο ύψος της πλατείας της Ν. Τραπεζούντας (την εποχή εκείνη ήταν απλώς μία αδιαμόρφωτη αλάνα). Τον προειδοποίησαν ότι οι Γερμανοί βρίσκονταν στο σπίτι του και τον συμβούλεψαν να φύγει, να κρυφτεί.  Ο παππούς απάντησε  στωικά «εγάμησα Γερμανούς».

 Κατά την είσοδο του στο σπίτι και καθώς τραγουδούσε το «εκάηκεν το Τσάμπασιν», συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές των Γιαννιτσών (δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω την ακριβή θέση τους). Την επόμενη ημέρα, 14η Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στο χώρο του πρώτου δημοτικού σχολείου μία ομάδα πολιτών (πρόκειται για τα γνωστά γεγονότα της ομαδικής εκτέλεσης 114 Γιαννιτσιωτών). Φώναζαν το επίθετο, ο παρών πλησίαζε, τον βασάνιζαν, τον ανέκριναν και κατόπιν τον εκτελούσαν. Ο λάκκος που υπήρχε δίπλα ολοκλήρωνε τη διαδικασία της ταφής. Ήρθε και η σειρά του παππού Απόστολου. Μετά από πολλές βουρδουλιές έπεσε αναίσθητος. Εκείνη τη στιγμή παρενέβη ο Βαϊραμίδης Απόστολος, ο οποίος πρότεινε δειλά ότι θα έπρεπε να φωνάζουν όχι μόνο το επίθετο αλλά και το όνομα για την αποφυγή λαθών ταυτοποίησης. Έτσι και τελικά έγινε. Ευτυχώς για τον παππού μου στη λίστα των Γερμανών υπήρχε το όνομα Ηλιόπουλος Γεώργιος και όχι Ηλιόπουλος Απόστολος. Έτσι γλίτωσε το θάνατο.

 Στη συνέχεια ήρθαν οι συγγενείς του και τον περιμάζεψαν λιπόθυμο. Τον μετέφεραν σπίτι και περιποιήθηκαν τα τραύματα του. Αλλά ο παππούς Απόστολος δεν έβρισκε τις αισθήσεις του. Μία μέρα αργότερα η οικογένεια αποφάσισε να σφάξει τη μοναδική αγελάδα που κατείχε και που απ’ αυτήν τρεφόταν και ζούσε όλο το σπίτι. Ετύλιξαν το σώμα του με το ποστ τι χτινί (δέρμα ζώου στην ποντιακή διάλεκτο) και τον μετέφεραν στον Ερυθρό Σταυρό της Θεσσαλονίκης (λέγεται ότι το δέρμα του ζώου τραβά το μολυσμένο αίμα έξω και έχει θεραπευτικές ιδιότητες). 42 ημέρες ήταν ο παππούς Απόστολος σε αφασία. Συνήλθε και βγήκε ζωντανός από τον πόλεμο. Μία μέρα του Μαρτίου του 1979 κα ενώ η μητέρα μου περιποιούταν τον  παππού-Απόστολο, είδα στη γυμνή πλάτη του σημάδια από χτυπήματα. Τη ρώτησα πως, πότε έγιναν. Η μητέρα μου τότε μου διηγήθηκε για πρώτη φορά αυτή την ιστορία που τώρα εγώ σας μεταφέρω.

 Ο παππούς δεν μου μίλησε γι’ αυτήν ποτέ.

 Ο παππούς Απόστολος πέθανε τον Απρίλιο του 1979. Ήταν αυτός που χάραξε το 1926 μαζί μ’ ένα Ρώσο μηχανικό τα όρια και προσδιόρισε το πολεοδομικό σχέδιο του συνοικισμού της Ν. Τραπεζούντας.