Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Η μαρτυρία του Αθανασόπουλου Κωνσταντίνου για την ομαδική εκτέλεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1944

Έρευνα: Μαρία Τριανταφυλλίδου

Ο Θεόδωρος ΑθανασόπουλοςΟ πατέρας μου, Θεόδωρος Αθανασόπουλος και ο θείος μου Δημήτριος Στοΐδης εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους το Σεπτέμβρη του 1944. Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ανακοίνωναν με τηλεβόα ότι οι μεν άνδρες έπρεπε να συγκεντρωθούν στο χώρο του 1ου Δημοτικού Σχολείου, οι δε γυναίκες στο πάρκο του Αγίου Γεωργίου. Ακολουθώντας τη διαταγή, η οικογένεια μου χωρίστηκε. Ο πατέρας μου και εγώ κατευθυνθήκαμε προς το σχολείο ενώ η μητέρα μου και η αδελφή μου προς το πάρκο. Το 1ο Δημοτικό Σχολείο είχε επιταχθεί και μετατραπεί σε στρατόπεδο των Γερμανών. Περιμετρικά είχε φραχθεί με αγκαθωτό σύρμα. Το μουσουλμανικό λουτρό που βρισκόταν στο νότιο τμήμα της αυλής, αποτελούσε πλέον πολυβολείο.  Στο βορειοανατολικό τμήμα της βρισκόταν το σπίτι του Πουργιάζη, το οποίο επίσης είχε επιταχθεί για να διαμένει ο Γερμανός Διοικητής.

Οι συγκεντρωμένοι στην αυλή του σχολείου, Γιαννιτσώτες είχαν κατανεμηθεί σε τρεις-(3) ομάδες. Στα παιδιά όπου είχα τοποθετηθεί και εγώ (υπολογίζω ότι ήμασταν περί τα 100) , στους εφήβους (λιγότεροι από 100) και τέλος στους άνδρες όπου βρίσκονταν και ο πατέρας μου, Θεόδωρος και ο θείος μου, Δημήτριος (γύρω στα 500 άτομα). Οι Γερμανοί φώναξαν τότε το όνομα του Δημάρχου Μαγκριώτη, τον οποίο και ρώτησαν «που βρίσκονται οι Κομμουνιστές». Εκείνος αρνήθηκε να καταδώσει ονόματα και απάντησε ότι «οι Κομμουνιστές βρίσκονται στο βουνό». Στη συνέχεια φώναξαν άλλα έξι-(6) ονόματα μεταξύ των οποίων και του πατέρα μου, Θεόδωρου. Με τη συνοδεία Γερμανών στρατιωτών αποχώρησαν πεζοί από το χώρο του σχολείου προς άγνωστη κατεύθυνση.  Καθώς έφευγε, γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω και με κοίταζε. Ήταν η σιωπηλή στιγμή του αποχαιρετισμού μας.

Ακολούθως, οι Γερμανοί φώναξαν το όνομα του Παπαϊωάννου Γ.. Υπέθεταν ότι επρόκειτο για συνεργάτη των ανταρτών. Στην πραγματικότητα όμως είχε γίνει λάθος ταυτοποίησης. Ο συγκεκριμένος άνδρας καταγόταν από το Κιλκίς και δεν είχε καμία σχέση με τον Παπαϊωάννου που αναζητούσαν. Αλλά προφανώς το έγκλημα που διαπραττόταν μπροστά μας δεν είχε αιτίες. Ο Παπαϊωάννου Γ. προχώρησε μπροστά και τότε άρχισαν να του ρίχνουν νερό από αντλίες και να τον χτυπούν με χοντρά καδρόνια.  Στη συνέχεια τον εκτέλεσαν και μετέφεραν το πτώμα του από τα πόδια, στην άκρη. Τότε, μία μικρή ομάδα από τους εφήβους με τη συνοδεία Ταγματασφαλιτών στάλθηκε για να φέρει σκαπτικά εργαλεία και στη συνέχεια διατάχθηκε να σκάψει για να ανοίξει ένα μεγάλο λάκκο.

Ο Σούμπερτ ήταν παρών και πρωτοστατούσε στη «διαδικασία». Θυμάμαι ήταν ένας κοντός και βραχύσωμος άνδρας με γυρτό κορμί, αυστριακό καπέλο και γυαλιά. Φώναζε μαινόμενος με σπαστά ελληνικά στους εφήβους να σκάψουν μεγάλο λάκκο «για να χωράει πεντακόσια» (με την αναφορά του νούμερου υπονοούσε και τις αντίστοιχες εκτελέσεις που θα ακολουθούσαν-ένα ακόμη μέσο εκφοβισμού). Πρώτος που ρίχτηκε στο λάκκο ήταν ο Παπαϊωάννου. Ακολούθησε η εκτέλεση μίας ομάδας 10-15 ανδρών. Τοποθετήθηκαν ζωντανοί μέσα και στη συνέχεια τους πυροβόλησαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο θείος μου Δημήτριος Στοΐδης, υπάλληλος του Δήμου Γιαννιτσών. Τον είδα να εκτελείται μπροστά μου.

Με το που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι Ταγματασφαλίτες τρομοκρατήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν ακανόνιστα μέχρι που αντιλήφθηκαν ότι ήταν οι Γερμανοί που έριχναν και όχι κάποια ομάδα κρούσης των ανταρτών. Η επιλογή των μελλοθανάτων γινόταν είτε μέσο της λίστας που διέθεταν οι Γερμανοί είτε μέσο των Ταγματασφαλιτών που τους υποδείκνυαν. Χτυπούσαν μέχρι θανάτου, στη συνέχεια πυροβολούσαν και έριχναν το νεκρό σώμα στο λάκκο. Οι υπόλοιποι στεκόμασταν αμίλητοι, διψασμένοι και φοβισμένοι. Κάποια στιγμή το απόγευμα κατέφθασε ο Πούλιος, ο οποίος άρχισε να δίνει συμβουλές και παραινέσεις φιλοπατρίας. Οι εκτελέσεις έλαβαν τέλος και μας άφησαν να φύγουμε.

Τις γυναίκες, τις είχαν ήδη αφήσει γιατί όταν επέστρεψα στο οικογενειακό σπίτι, βρήκα εκεί τη μητέρα και την αδελφή μου, ζωντανές. Σαστισμένος και κουρασμένος έκατσα στην εσωτερική σκάλα. Ήρθε η μητέρα και με ρώτησε για τον αδελφό της, το Δημήτρη. Δεν απάντησα. Κατάλαβε. Με ρώτησε για τον πατέρα. Της αποκρίθηκα ότι δεν ήξερα. Δεν έβγαλε άχνα, με πήρε μέσα, με πήγε στο δωμάτιο μου. Κατόπιν, πήγε στην κουζίνα άναψε το καντήλι κα έμεινε εκεί, ξάγρυπνη, σε μια καρέκλα. Το πρωί της επόμενης ημέρας, 15 του Σεπτέμβρη, μας πληροφόρησαν οι γείτονες ότι ο πατέρας μου, Θεόδωρος ήταν νεκρός. Με τη βοήθεια ενός οικογενειακού φίλου, ανάπηρου από το Αλβανικό (δεν θυμάμαι το όνομα του) ζέψαμε το κάρο και ξεκινήσαμε για να βρούμε τον πατέρα να τον θάψουμε. Η μητέρα είχε βγάλει από το «γιούκο» (ντουλάπα) μία κουβέρτα και ένα καλοσιδερωμένο σεντόνι, το καλύτερο που είχε.

Ο πατέρας μου είχε εκτελεσθεί μαζί με τους 6 άλλους Γιαννιτσώτες επί της σημερινής Οδού Ζαμίδη, στο οικόπεδο Τάντση. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας καμένος, εγκαταλελειμμένος μύλος, χωρίς σκεπή, γεμάτος ακαθαρσίες. Τον βρήκα εκεί μέσα νεκρό με μία σφαίρα στο μέτωπο. Μεταφέραμε το νεκρό σώμα του έξω, το τυλίξαμε προσεκτικά στα σεντόνια και κατευθυνθήκαμε προς τα κοιμητήρια της Αγίας Παρασκευής. Έσκαψα το λάκκο του πατέρα, ο Παπα-Σωτήρης διάβασε με συντομία μια ευχή και τον θάψαμε. Στη συνέχεια βάλαμε για σημάδι μια αγριομουριά ώστε να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τον τάφο. Εκείνη τη μέρα, το νεκροταφείο ήταν γεμάτο από ανθρώπους που θάβανε τους δικούς τους. Τα γένια του Παπασωτήρη ήταν μουσκεμένα από τα δάκρυα, θρήνος παντού. Μια στις τόσες περνούσαν από έξω οι Ταγματασφαλίτες με φορτηγά και έριχναν ριπές πάνω από τα κεφάλια μας.

Επιστρέψαμε στο σπίτι. Πήραμε ένα ζυμωτό ψωμί, μία οκά λάδι και την τσάντα με τα έγγραφα της ακίνητης, οικογενειακής περιουσίας. Καταλύσαμε στο Πλαγιάρι όπου μείναμε για 2,5 μήνες μέχρις ότου φύγουν οι Γερμανοί. Στο μεσοδιάστημα χρειάστηκε να ξαναπάω στο σπίτι για να πάρω κάποια ρούχα που είχαμε ανάγκη. Το βρήκα λεηλατημένο. Έπιπλα, τζάμια, καθρέφτες, πολύφωτα όλα σπασμένα. θεωρώ ότι η θυσία αυτών των ανθρώπων δεν δικαιώθηκε, ούτε τιμωρήθηκαν όλοι οι ένοχοι. Οι μνήμες εκείνης της εκτέλεσης εξακολουθούν να είναι ζωντανές όπως και των πραγματικών υπαιτίων της.