Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Η μαρτυρία του Χλωρού Ανδρέα για την ομαδική εκτέλεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1944

Έρευνα: Μαρία Τριανταφυλλίδου

Αρχές Σεπτεμβρίου 1944. Κάποιοι ίσως να ήξεραν πολλά για τις δυσάρεστες εξελίξεις που επρόκειτο να συμβούν μέσα στο Σεπτέμβριο με κέντρο την πόλη των Γιαννιτσών, αλλά κανείς με σιγουριά δεν μπορούσε να πει κάτι. Απόλυτη σιωπή, καμιά πληροφορία έστω και μυστική στη γειτονιά μας τουλάχιστον δεν είχαμε. Κάτι μισοακουγόταν για κάτι το φοβερό που θα συνέβαινε, αλλά πάλι έσβηνε χωρίς να φτάνει ξεκάθαρο στ’ αυτιά όλων μας. Έτσι μ  αυτήν την αβεβαιότητα φτάσαμε ως τις 13 Σεπτεμβρίου 1944. Κατά το απόγευμα βλέπω ότι πολλοί γείτονες με κάποιες μικρές αποσκευές στην μασχάλη και με ζωγραφισμένη την ανησυχία και την τρομοκρατία στα πρόσωπα τους, να εγκαταλείπουν τη γειτονιά και με γοργά βήματα που μάλλον έμοιαζαν με τρέξιμο φυγής να παίρνουν το δρόμο προς τον κάμπο. Έναν-δυο τόλμησα να τους ρωτήσω μήπως συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί κάτι φοβερό, αλλά απάντηση δεν πήρα.  Ήσαν τόσο τρομοκρατημένοι ώστε δεν θέλησαν να μου δώσουν καμιάν εξήγηση. Νόμισα πως φοβόντουσαν μήπως και διαρρεύσει κάποιο μυστικό που άλλοι τους εμπιστεύτηκαν. Εμένα όμως μου φάνηκε ότι από την ταραχή τους κόπηκε η φωνή. Η στάση τους αυτή με ενέβαλε σε μεγάλη ανησυχία. Είχαν προηγηθεί ένα σωρό φοβερά γεγονότα και πλημμυρίζοντας τη σκέψη μου με χίλια δυο κακά που ήταν δυνατόν να συμβούν, άγνωστο πότε, αποφασίζω να φύγω προς τον κάμπο, εκεί στα χωράφια μας. Το ανακοινώνω βιαστικά στη μητέρα μου και χωρίς άλλη συζήτηση ξεκινώ και φεύγω.

Όταν έφτασα με το καλό εκεί, είδα ότι επικρατούσε άλλο κλίμα και πνεύμα. Μια ατμόσφαιρα χαράς, ηρεμίας και ησυχίας, ασφάλειας και ελεύθερης συζήτησης γύρω από ο,τι ήξερε ο καθένας. Κόσμος πολύς, σχεδόν όλοι τους γνωστοί και καλοσυνάτοι προς όλους. Έτσι το φοβερό εκείνο πρωινό της άλλης μέρας 14 Σεπτεμβρίου 1944, που έγινε η μεγάλη σφαγή των συμπολιτών μας, με βρήκε απόντα από τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα. Το τι διαδραματίστηκε εκεί έξω από το 1ο Δημοτικό Σχολείο των Γιαννιτσών με τον Ομαδικό Τάφο, τα έμαθα ύστερα από φίλους και γνωστούς, αλλά και από τους δικούς μου που βρέθηκαν και αυτοί εκείνη τη μέρα, την εξαιρετικά φοβερή, όμηροι μέσα στα Γιαννιτσά.

Μετά τη σφαγή η πόλη έμεινε έρημη. Άλλοι έφυγαν προς το όρος Πάικο κα άλλοι προς τον κάμπο. Οι δικοί μου και όλη η γειτονιά κατεβήκαμε προς τον κάμπο. Εκεί, όπως ήμασταν όλοι μαζί οι γείτονες φτιάξαμε μια μικρή κοινότητα και ζήσαμε σαν αδέλφια μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 1944, σε μικρές αυτοσχέδιες καλύβες από χόρτα, καλάμια και καλαμποκιές. Εδώ στον κάμπο που για την εποχή του αν και πλούσιος σε αγαθά, ζήσαμε με την καρδιά και τη ψυχή σφιγμένη. Και η φοβερή εικόνα εκείνης της πρώτης νύχτα που βρεθήκαμε έξω από την πόλη στα χωράφια, να καίγονται τα σπίτια μας κι ο ουρανός να είναι κατακόκκινος από τις φλόγες, θα μας μείνει αξέχαστη.

Στον κάμπο περνούσαν οι μέρες με σιγουριά ότι δεν κινδυνεύουμε πια από τον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Μας διακατείχε όμως μια αβεβαιότητα, μέχρι που θα φθάσει αυτή η περιπέτεια. Κάθε μέρα πλησιάζαμε προς το χειμώνα. Είχαν αρχίσει και τα πρωτοβρόχια και στα βαθουλώματα του κάμπου δημιουργούνταν μικρές λίμνες. Τα κανάλια που αποστολή τους είχαν να προστατεύουν τον κάμπο από τις πλημμύρες, σιγά-σιγά γέμιζαν κι αυτά με νερό και η ζωή κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο δύσκολη κα προβληματική.

Έτσι φθάσαμε στη νύχτα της 3ης Νοεμβρίου 1944. Είδαμε τότε στην περιοχή του μνημείου του Ηρώου της πόλης μας, όπου είχα οχυρωθεί οι Γερμανοί προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τις πολεμικές επιδρομές εναντίον τους από τις ομάδες κρούσης της Εθνικής Αντίστασης, να υψώνεται μια τεράστια φωτιά. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Το μάθαμε την επόμενη μέρα. Οι Γερμανοί εκείνο το βράδυ έκαψαν ό,τι δεν ήθελαν να μείνει στα χέρια των Ελλήνων και έφυγαν μια για πάντα από τον τόπο μας τα Γιαννιτσά και στη συνέχεια από όλη την πατρίδα μας.

Έτσι το πρωί που ξημέρωσε 4 Νοεμβρίου 1944, αυτοί που πληροφορήθηκαν πρώτοι ότι έφυγαν μια για πάντα οι Γερμανοί, ήσαν οι ομάδες κρούσης της Εθνικής Αντίστασης. Αυτοί ανήγγειλαν και το μήνυμα της φυγής των Γερμανών προς όλους μας, με τις κωδωνοκρουσίες που όταν τις ακούσαμε, ένα ευχάριστο προαίσθημα μας έλεγε πως κάτι καλό πρέπει να συμβεί. Έτσι η χαρά μας αληθινά ήταν ανείπωτη. Μας φαινόταν ότι είχαμε ξαναγεννηθεί και μια πίστη ακλόνητη μας διακατείχε ότι αρχίζει πλέον μια άλλη ζωή, αλλιώτικη, ειρηνική και ίσως καλύτερη από πρώτα.

Με το ξύπνημα μας από τις χαρούμενες κωδωνοκρουσίες, εμείς τα παιδιά, θυμάμαι, τρέξαμε από τους πρώτους να επισκεφθούμε την περιοχή του Μνημείου των Ηρώων, για να δούμε και να μάθουμε πως ήταν οχυρωμένοι οι Γερμανοί εκεί κα κράτησαν σχεδόν 2 ολόκληρους μήνες. Εκείνο που μας εντυπωσίασε ήταν η άριστη αμυντική τους οργάνωση. Χαρακώματα στο ανάστημα ενός κανονικού ανδρός, σκεπασμένα από λαμαρίνες, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με βαθιές τάφρους. Από ‘κει έβαζαν και με το πυροβόλο όπλο τους προς την πόλη, όπου υποψιάζονταν ότι βρίσκεται ο εχθρός τους. Μερικά τέτοια χτυπήματα πυροβόλου όπλου δέχτηκε τότε κα το Ωρολόγι της πόλης.

Μετά την επίσκεψη μας εκεί, εμείς τα παιδιά ξεχυθήκαμε στην πόλη να δούμε τι απέμεινε από τη φωτιά εκείνης της φοβερής νύχτας της 14ης Σεπτεμβρίου 1944, που έκανε παρανάλωμα πολλά από τα σπίτια της πόλης. Θυμάμαι ότι βρήκαμε μιαν έρημη πόλη με χορταριασμένους δρόμους της, γεμάτους από κάλυκες πυροβόλων όπλων, σκασμένα και άσκαστα βλήματα όλμων, οδοφράγματα από συρματοπλέγματα σκορπισμένα δώθε-κείθε και ακόμα ότι δε κυκλοφορούσαν άλλοι, εκτός από τους ένοπλους της Εθνικής Αντίστασης.  Τα σπίτια μύριζαν στάχτες και αποκαΐδια. Ύστερα από αυτήν την ολιγόωρη επίσκεψη μας στην πόλη, ξαναγυρίσαμε πίσω στον κάμπο και μεταφέραμε σ’ όλους τα νέα για τη φυγή των Γερμανών. Την άλλη κιόλας μέρα εγκαταλείψαμε τις πρόχειρες κατοικίες μας, τις χορταρένιες καλύβες και ξαναγυρίσαμε στα ωραία μας Γιαννιτσά.

Η ζωή από τότε συνεχίζεται με τις δικές της πάντοτε ευχάριστες και δυσάρεστες εκπλήξεις. Όλοι εύχονταν άλλη τέτοια φοβερή περιπέτεια να μην μας αξιώσει ο καλός Θεός να περάσουμε και δόξα τω Θεώ τέτοιου είδους φοβερό κακό δεν είδαμε από τότε και ας ευχηθούμε και ευχόμαστε ποτέ να μην ξαναδούμε.