Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Τα γεγονότα της 14ης Σεπτεμβρίου 1944: οι θύτες

Κατερίνα Πετρίδου

Αν ανατρέξει κανείς στα άρθρα των εφημερίδων της δεκαετίας του ’40 ή ορισμένες φορές και σε φύλλα ακόμη πιο πρόσφατα, θα διαβάσει για την μεγάλη ανθρωποσφαγή που συντελέστηκε στα Γιαννιτσά απ’ τον «κτηνάνθρωπο» Σούμπερτ και τους Γερμανούς. Στην βιβλιογραφία αντίστοιχα, συγκεκριμένα σε βιβλία πρώιμα που αναφέρονται στην 14η Σεπτεμβρίου, υπάρχουν αρκετές φορές παραλείψεις ή ελλιπή στοιχεία για τους θύτες. Ποιοι Γερμανοί άραγε συνέβαλαν στον μαρτυρικό θάνατο αρκετών δεκάδων αμάχων; Ποιοι έδωσαν τις εντολές; Ποιοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ και ποιοι λόγοι τους οδήγησαν σ’ αυτήν την αποτρόπαια πράξη;

Όσοι έζησαν τα γεγονότα και επιβίωσαν δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους δράστες. «Οι Γερμανοί, να πω τώρα του στραβού το δίκιο, οι Γερμανοί ήταν οι κατακτητές, αυτοί είχαν το λέγειν μέσα εκεί και έδωσαν το δικαίωμα, αλλά σκότωναν οι δικοί μας. Αυτοί που σκότωσαν με τα χέρια τους ήταν οι ταγματασφαλίτες, οι Γερμανοί δεν σκότωσαν κανένα στα Γιαννιτσά εκείνη την βραδιά, εκείνη την ημέρα.», σημειώνει ένας απ’ τους πληροφορητές.[1] Και έχει δίκιο. Πράγματι, σε κανένα αρχείο και σε καμία πηγή για τους θύτες της 14ης Σεπτεμβρίου δεν υπάρχουν ονόματα Γερμανών, πλην του Σούμπερτ. Οι εκτελεστές δεν είχαν ξένο πρόσωπο, είχαν το πρόσωπο του κοντοχωριανού, του συντοπίτη, του Έλληνα. Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν απ’ την Αραβυσσό και την Κρύα Βρύση, αλλά κανείς τους δεν ήταν από τα Γιαννιτσά και κανείς δεν αναγνωρίστηκε ως Γιαννιτσιώτης απ’ τους επιζήσαντες. Όλοι όμως ήταν Έλληνες συμπατριώτες.

Σκοπός της παρούσας εισήγησης δεν είναι σε καμία περίπτωση η τιμωρία των ενόχων, αυτό άλλωστε έγινε για κάποιους δράστες από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου ή από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Τα δικόγραφα μάλιστα, αποτέλεσαν σημαντική πηγή για την ομαδική εκτέλεση, τους εγκληματίες πολέμου και τα θύματα. Σύμφωνα με αυτά, ο Σούμπερτ, ο ενορχηστρωτής της ημέρας εκείνης των εκτελέσεων, αρχικά προσπάθησε να αποφύγει το βάρος της ευθύνης των πράξεων του. Ποιος ήταν όμως ο Σούμπερτ και το τάγμα του και πώς έφτασε στα Γιαννιτσά; Ο Σούμπερτ που με κόπο προσπάθησε να αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα, γεννήθηκε στο Ντόρτμουντ και μεγάλος πια βρέθηκε στη Σμύρνη. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στην Κρήτη να υπηρετεί ως δεκανέας των Γερμανών στην Περιφερειακή Διοίκηση Ρεθύμνου.[2] Ο Σούμπερτ εκεί στελέχωσε το τάγμα του με την σύμφωνη γνώμη του Στρατιωτικού Διοικητή Μπρόιερ. Όντας αυτόπτης μάρτυρας στυγερών και ομαδικών εκτελέσεων που έγιναν ως αντίποινα των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής, δεν άργησε πολύ η στιγμή που διέπραξε κι εκείνος με την ομάδα του, αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από Έλληνες, την πρώτη αποτρόπαιη πράξη στη λίστα αιματοχυσίας που ακολούθησε. Η αιμοσταγής δράση του ξεκίνησε απ’ το χωριό Όρος Ρεθύμνου.[3] Μετά από πολλές εκτελέσεις στην Κρήτη, ο Μπρόιερ, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με την τακτική των σκληρών αντιποίνων του Σούμπερτ και του «Σώματος Κυνηγών» όπως ονομαζόταν η εγκληματική ομάδα του , καθώς ο ίδιος και οι Γερμανοί προσπαθούσαν να προωθήσουν ένα κλίμα συμφιλίωσης και συνεργασίας με τον κρητικό λαό, φρόντισε να απομακρυνθεί από το νησί.[4] Ο Σούμπερτ αναχώρησε για την Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 1944 κι από κει ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη Το «Σώμα Κυνηγών» δεν διαλύθηκε όμως, απλά μειώθηκε.[5] Στην πόλη των Γιαννιτσών συνάντησε εκτός των άλλων, μια μικρή ένοπλη ομάδα Ελλήνων εθελοντών με αρχηγό τον Κυριάκο ή Κύρο Γραμματικόπουλο.

Ο Γραμματικόπουλος ήταν πρόσφυγας από την Τραπεζούντα. Είχε καταφύγει στην Δράμα με την οικογένεια του αλλά όταν παραχωρήθηκε η Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους, εγκατέλειψαν την Δράμα και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Σημαντικοί σταθμοί στη ζωή του φαίνεται πως ήταν η συμμετοχή του στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Σπυρίδη και η εθελοντική κατάταξη του στη Βέρμαχτ. Όπως είχε διαδοθεί, έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες και τελικά όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη είχε την απαραίτητη φήμη για να αποκτήσει το δικό του ένοπλο τμήμα. Πριν το καταφέρει αυτό, γερμανοντυμένος, έκανε εφόδους σε σπίτια, προέβαινε σε συλλήψεις και δολοφονίες και αναλάμβανε να κάνει ανακρίσεις σε κρατούμενους.[6] Την άνοιξη του 1944 ξεκίνησε την συνεργασία του και με τον Φριτς Σούμπερτ η οποία του εξασφάλισε μια θέση στον κατάλογο των αντρών του Γερμανού επιλοχία πλέον.[7] Ο Γραμματικόπουλος υπήρξε μάλιστα, οργανωτής και διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιφέρειας Γιαννιτσών.[8] Οι επιχειρήσεις εναντίον χωριών της περιφέρειας Γιαννιτσών, όπως αυτή στο Ελευθεροχώρι και στην Κρύα Βρύση, ήταν σύνηθες φαινόμενο με αποκορύφωμα την επιχείρηση θανάτου στα Γιαννιτσά τον Σεπτέμβριο του 1944.[9]

Πρωταγωνιστικό ρόλο όμως την ημέρα εκείνη είχε και ο Γεώργιος Πούλος . Το τάγμα του ήταν απ’ τα πιο γνωστά και ο ίδιος ένας απ’ τους πιο στενούς συνεργάτες των Γερμανών. Ο Πούλος γεννήθηκε το 1889 και είχε καταγωγή από την ορεινή Ναυπακτία. Συμμετείχε ως διοικητής μονάδας στη Μικρασιατική Εκστρατεία, και ως βενιζελικός έλαβε μέρος στο κίνημα του 1935 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Με την έλευση των Γερμανών, ο Πούλος συνεργάστηκε με τις αρχές Κατοχής προς την κατεύθυνση βελτίωσης των σχέσεων Γερμανών – Ελλήνων. Οι σχέσεις του με τους Γερμανούς διαταράχθηκαν όταν άρχισε να δηλώνει αρχηγός του Σωματείου «Εθνική Ένωσις Η Ελλάς» και η αιτία ήταν η πολιτική χροιά που απέκτησε αυτός και η ομάδα που στρατολόγησε και που απειλούσε ως ένα βαθμό την πολιτική του Ράιχ.[10] Οι στόχοι του έκτοτε  μετακινήθηκαν απ΄ τον πολιτικό, στον στρατιωτικό τομέα που γνώριζε καλύτερα ως πρώην στρατιωτικός. Όταν το 1943 οι Γερμανοί χρειάζονταν κάθε πιθανή βοήθεια για να θέσουν υπό έλεγχο το αντιστασιακό μέτωπο στην Ελλάδα, ο Πούλος είδε μια ευκαιρία για στρατιωτική ανέλιξη, και με την σύμφωνη γνώμη τους συγκρότησε ένα ελληνικό εθελοντικό σώμα που θα έφερε γερμανικά όπλα.[11] Οι «Πουλικοί» έγιναν γρήγορα γνωστοί για τις επιχειρήσεις τους στη Μακεδονία αλλά κυρίως για την στυγερότητα των πράξεων τους εναντίον αμάχων και για τις λεηλασίες των περιουσιών των θυμάτων τους.[12]

Μεγάλο ερώτημα αποτελεί, ποιοι τελικά στελέχωναν τέτοια τάγματα και για ποιο λόγο αποφάσισαν να ακολουθήσουν άτομα όπως τον Σούμπερτ, τον Γραμματικόπουλο, τον Πούλο. Η συμμετοχή τους σίγουρα χαρακτηρίζεται από την ανάγκη τους να αντιταχθούν στο ΚΚΕ και τις «αντεθνικές» διακηρύξεις του, ιδιαιτέρως όσον αφορά την Μακεδονία.. Ο φόβος λοιπόν για τους «εαμοβούλγαρους» ήταν ένας πρώτης τάξεως λόγος για να καταταχθούν στα εθελοντικά τάγματα. Πολλές φορές οι μνήμες του κομμουνισμού για τους πρόσφυγες απ’ τον Πόντο και την Μικρά Ασία που αποτελούσαν μεγάλο μέρος των εθελοντών, ήταν ακόμα μια αιτία ενίσχυσης των σωμάτων αυτών. Οι δολοφονίες συγγενών των εθελοντών απ’ τον ΕΛΑΣ ή η καταδίωξη των ίδιων απ’ τον ΕΛΑΣ ή ακόμα ακόμα η ανεργία και η φτώχεια ήταν βασικοί λόγοι για να αποφασίσουν την κατάταξη τους στο πλευρό του Πούλου και των υπολοίπων.[13]

Σ’ αυτούς που ήθελαν να εκδικηθούν τον ΕΛΑΣ ανήκε και ο Στέργιος Σκαπέρδας. Ο Σκαπέρδας ήταν κτηνοτρόφος απ’ το Δροσερό Πέλλας που είχε στην κατοχή του μεγάλες  γεωργικές εκτάσεις, και ζώα. Αρχικά, όχι απλά δεν τάχθηκε με τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους αλλά  συνέδραμε τις πρώτες ομάδες του ΕΛΑΣ.[14] Όταν έμαθε όμως ότι πίσω από τον ΕΛΑΣ βρισκόταν  το ΚΚΕ, συντάχθηκε με την οργάνωση ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση). Μετά την διάλυση της όμως, έγινε συνεχής στόχος αυτός και η οικογένεια του απ’ τον ΕΛΑΣ. Όταν τελικά ο ΕΛΑΣ κατάφερε να διαρπάξει και την περιουσία του, αναζήτησε βοήθεια απ’ τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν η περίοδος που γνώρισε τον Πούλο, ο οποίος τον παρότρυνε να δημιουργήσει την δική του ένοπλη ομάδα και να συμπράξει μαζί του έχοντας κοινό στόχο: την καταπολέμηση του κομμουνισμού.  Έτσι και έγινε. Αποκορύφωμα της αγαστής συνεργασίας τους ήταν η συμπόρευση τους με τον Σούμπερτ στα Γιαννιτσά.[15]

Δύο ακόμα αρχηγοί ένοπλων ομάδων που έδρασαν στα Γιαννιτσά ήταν ο Καπετάν Ιορδάνης Χασερής και ο Απόστολος Τσαρουχίδης ή αλλιώς Αρκαδίου. Ο Χασερής από το Καλλίφυτο Δράμας, ήταν Πόντιος και περιγράφεται ως βίαιος χαρακτήρας. Μετά τον Σεπτέμβριο του 1941, οπότε και συμμετείχε στην εξέγερση της Δράμας, οι Βούλγαροι τον κατεδίωξαν. Έτσι, διέφυγε στα Γιαννιτσά, εντάχθηκε στην οργάνωση ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση) και μετά την διάλυση της το 1943, ακολούθησε τον Μιχάλαγα στον ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός). Ο Μιχάλαγας τον παρότρυνε να συγκροτήσει ομάδα ενόπλων. Η στελέχωση έγινε από τουρκόφωνα χωριά της Κοζάνης. Φεύγοντας από εκεί άφησε αυτός και η ομάδα του εκτελεσθέντες αμάχους, πυρπολημένα σπίτια, λεηλασίες.  Το καλοκαίρι του 1944 οι «χασερήδες» εγκατέλειψαν και την Αραβυσσό. Με νέα πλέον έδρα τα Γιαννιτσά, ανέπτυξε στενή συνεργασία με τον συγχωριανό του Απόστολο Τσαρουχίδη ή Αρκαδίου.[16] Ο Αρκαδίου ηγείτο κι εκείνος μιας μικρής αντικομουνιστικής  ομάδας. Υπήρξε μάλιστα ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ (Πανελλήνια Οργάνωση Εθνικιστικών Ταγμάτων).[17]

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στους Καπετανάκη Γεώργιο και Γερμανάκη Γεώργιο, δύο από τους πιο τρομερούς εγκληματίες.[18] Κατάγονταν και οι δύο από την Κρήτη και ακολούθησαν τον Σούμπερτ στην Μακεδονία. Αποτέλεσαν έμπιστους του και είχαν θέση ηγετική στο σουμπερίτικο τάγμα. Συχνά μάλιστα, ξεπερνούσαν σε βαναυσότητες και τον ίδιο τον Σούμπερτ.[19] Οι αυτόπτες μάρτυρες τους καταδεικνύουν ως αρχιεκτελεστές την 14η Σεπτεμβρίου του 1944.[20] Άλλος ένας εκτελεστής για τον οποίο δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες ήταν ο Χατζηπαρασκευάς όπως προκύπτει απ’ τις μαρτυρίες. Ήταν πρόσφυγας που ήρθε στην Μακεδονία το 1922 και είχε κατά την εγκατάσταση του μια προσωπική διένεξη με το θύμα του. Το 1944 λοιπόν, όταν ξανασυνάντησε το θύμα, ως συνεργάτης των Γερμανών αυτή την φορά, θέλησε να ζητήσει εκδίκηση προσθέτοντας έτσι τουλάχιστον έναν εκτελεσμένο στον μακρύ κατάλογο του ομαδικού τάφου.

Όλοι όσοι αναφέρθηκαν ήταν παρόντες στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944 στα Γιαννιτσά και συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στο αποτρόπαιο έγκλημα εκείνης της ημέρας. Ο Σούμπερτ έχοντας το γενικό πρόσταγμα, ο Πούλος βγάζοντας λόγο, άλλοι απλώς σκοτώνοντας. Η σκληρότητα που επέδειξαν καθώς και οι ίδιες οι εκτελέσεις προκαλούν απορίες. Γιατί η τελευταία πράξη του κατοχικού δράματος διαδραματίστηκε στα Γιαννιτσά; Πολλοί θεωρούν ότι η αυτομόληση του Αυστριακού Ότμαρ Ντορν λειτούργησε όπως το φαινόμενο της πεταλούδας.[21] Ίσως ο Σούμπερτ εξερράγη από θυμό για την αυτομόληση  και θέλησε να τιμωρήσει τα  ίδια τα Γιαννιτσά.. Θα μπορούσε ίσως η αφορμή να είναι η συμμετοχή του οδοντίατρου Τσιρέλη στην επιχείρηση φυγής Γερμανών στρατιωτών στα βουνά με την βοήθεια του Αυστριακού Χανς.[22] Η τρίτη εκδοχή, πολυσυζητημένη αλλά και επικρατέστερη, είναι οι ανοιχτές εκκρεμότητες που είχε αφήσει ο Σούμπερτ με τον Δήμαρχο Μαγκριώτη. Η άρνηση του τελευταίου να κατονομάσει συμπατριώτες του αντάρτες, αν και εδώ οι μάρτυρες διίστανται, καθώς και η ανάμειξη του Γερμανού Φρούραρχου Πέσκο μετά από παραίνεση του Μαγκριώτη, στην ανάκληση του Σούμπερτ απ’ τα Γιαννιτσά, θεωρείται πως εξερέθισαν τον δήμιο και γύρισε με σκοπό να πάρει εκδίκηση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Δήμαρχος και κάποιοι δημοτικοί υπάλληλοι συγκαταλέγονται στα θύματα εκείνης της ημέρας.[23] Στο τέλος εντούτοις, όλες αυτές δεν είναι παρά αφορμές που αναζητούνται  προκειμένου να εκλογικευθεί η αποτρόπαια συμπεριφορά του Σούμπερτ και των υπόλοιπων ταγματασφαλιτών.

Μετά τις επισταμένες προσπάθειες που κατέβαλαν τέτοιου είδους ένοπλες ομάδες για να σώσουν την Ελλάδα απ’ τους κομμουνιστές, βοηθώντας με κάθε τρόπο τους Γερμανούς να κερδίσουν τον πόλεμο, επέλεξαν να διαφύγουν απ’ την πατρίδα τους για να σώσουν αυτή τη φορά τη ζωή τους αρχικά από τους συγγενείς των θυμάτων και έπειτα από το τιμωρό χέρι της Θέμιδος. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ιστορία του Λάζαρου Κομματόπουλου. Στις 13 Οκτωβρίου 1945, σε εξέταση του ως μάρτυρας, ο Λάζαρος Κομματόπουλος περιέγραψε την προσωπική του πορεία, από την ένταξη του στο τάγμα του Σούμπερτ έως την φυγή του απ’ την χώρα:

«Εγώ κατάγομαι από το χωρίον Αραβυσσός της περιφέρειας Γιαννιτσών. Εις τας 10 Δεκεμβρίου του 1943 έφυγα από το χωριό μου και κατετάγην εις τον ΕΛΑΣ μαζί με άλλους συγχωριανούς μου, τούτο έπραξα ουχί εθελοντικώς, αλλά διότι μας μάζεψαν οι Ελασίται βιαίως και μας πήγανε στο Πάικο. […] εγώ έφυγα νύκτα και πήγα στο χωριό μου Αραβυσσό διότι κατάλαβα πως οι αντάρται του ΕΛΑΣ ήσαν κομμουνισταί. Εις το χωριό μου κατετάγην αμέσως εις το Τάγμα του Μισαηλίδη Μισαήλ. […] Εις τας 15 Μαρτίου 1944 ήλθεν εις τα Γιαννιτσά ο Γερμανός επιλοχίας Σούμπερτ με το τάγμα του αποτελούμενον εκ πεντήκοντα περίπου ανδρών. […] Επειδή βλέπαμε ότι οι Ελασίται θα μας σκοτώνανε όλους και δεν μπορούσαμε να βρούμε άλλα όπλα, διότι μας τα είχε πάρει ο Σούμπερτ, ηναγκάσθημεν υπό τας προϋποθέσεις αυτάς να καταταγώμεν εις το τάγμα του εικοσιν επτά άνδρες και τούτο διότι δεν υπήρχαν άλλα τάγματα να καταταγώμεν. […] Εκεί έλαβε χώραν η μάχη των Γιαννιτσών στην οποία μετέσχον κι εγώ και από τα Γιαννιτσά επανήλθομεν εις το Αξιοχώρι και εκείθεν την 7ην Οκτωβρίου 1944 αναχωρήσαμεν δια Γερμανίαν, 25 άνδρες του Τάγματος υπό τον Γερμανάκην Γεώργιον τη αδεία του Σούμπερτ […] Ο Σούμπερτ, η Ντίνα Κ. και ο σωφέρ επορεύοντο με αυτοκίνητον ενώ εμείς ακολουθούσαμε πεζοί, δια να σώσουμε την ζωήν μας εκ της απειλής των Ελασιτών. Εις την Γερμανίαν φθάσαμεν σε διάστημα περίπου δύο μηνών, μέσω Αλβανίας. […] Εν Βιέννη το Τάγμα διελύθη και ο καθένας μας πήγε να εργασθή ως εργάτης δια να συντηρηθή. […] Προτού κατεληφθή η Βιέννη υπό των Ρώσων ανεχωρήσαμεν εγώ, η γυναίκα μου και οι υπόλοιποι τέσσαρες μετά τον Σούμπερτ εις το Σβαρτς Γερμανίας, όπου παρέλευσιν ολίγων ημερών κατελήφθη η πόλις υπό των Αμερικάνων. Δεν κατέδωκα τον Σούμπερτ εις τους Αμερικάνους διότι  δεν μας άφηνεν η Ντίνα Κ. και ο Οικονομάκης. Από το  Σβαρτς κατεβήκαμε στο Ισμπουργκ, εγώ, η γυναίκα μου, ο Σούμπερτ και Ντίνα Κ. μαζί με άλλους Έλληνας. Από το Ίσμπουργκ πήγαμε εις το Μόναχον […] και από το Μόναχον εγώ και η γυναίκα μου ανεχωρήσαμεν αεροπορικώς την 3ην Σεπτεμβρίου δι’ Αθήνας και εκείθεν […] εις το χωριό μου Αραβυσσός, εκάθησα μιαν ημέραν και την επομένην ημέραν κατετάγην εις το 305 τάγμαν Βέροιας. Απ’ εκεί μετέβην εις το 113 τάγμα εις Κιλκίς ως Εθνοφύλαξ […] Εντεύθεν παρεδόθην εις την υπηρεσίαν σας.»[24]

Την ίδια πορεία ακολούθησαν κι άλλοι γερμανοντυμένοι Έλληνες που είτε συνελήφθησαν, είτε κατάφεραν να διαφύγουν, είτε σκοτώθηκαν. Ορισμένων η τύχη παραμένει άγνωστη έως σήμερα, όπως το ίδιο άγνωστες εξακολουθούν να παραμένουν οι ιστορίες που κρύβονται πίσω απ’ τις φωτογραφίες των θυμάτων της ημέρας εκείνης. Τα Γιαννιτσά δεν έχουν βρει ακόμη τη θέση τους στον μακρύ κατάλογο του βαρύ φόρου αίματος που πλήρωσαν οι άμαχοι κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

 

 

 

[1] Άννα Κωνσταντινίδου, μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη, Θεσσαλονίκη, 24.01.2019.

[2] Θανάσης Φωτίου, Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα Η αιματηρή πορεία του Φριτς Σούμπερτ και του ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 49 – 52, 56.

[3] Φωτίου, ό.π., σσ. 75 – 76.

[4] Φωτίου, ό.π., σσ. 198 – 199.

[5] Φωτίου, ό.π., σσ. 201 – 203.

[6] Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941 – 1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 330 – 331.

[7] Δορδανάς, ό.π., σ. 334.

[8] Στράτος Ν. Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των Γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941 - 1944, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 544.

[9] Δορδανάς, Έλληνες, σσ. 335 – 337.

[10] Δορδανάς, Έλληνες, σσ. 49 – 51.

[11] Δορδανάς, Έλληνες, σσ. 155 - 157.

[12] Δορδανάς, Έλληνες, σ. 163.

[13] Δορδανάς, Έλληνες, σσ. 165 - 168.

[14] Στράτος Ν. Δορδανάς, Αντικομμουνιστυές οπλαρχηγοί στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Οι άλλοι Καπετάνιοι αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005, σ. 96.

[15] Στράτος Ν. Δορδανάς, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945 – 1974,  Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012, σσ. 392 – 393.

[16] Φωτίου, ό.π., σ. 218.

[17] Δορδανάς, Έλληνες, σ. 218.

[18] Φωτίου, ό.π., σ. 136.

[19] Φωτίου, ό.π., σ. 184.

[20] Φωτίου, ό.π., σ. 360.

[21] Θανάσης (Σταύρος) Μητσόπουλος, Αναμνήσεις αγωνιστών του Βερμίου και του Καϊμακτσαλάν του Πάικου και του Κιλκίς. Σαράντα αγωνιστές ύστερα από μισόν αιώνα θυμούνται και διηγούνται τη δόξα τους και το παράπονο τους. Κουβεντιάζουν με την Ιστορία, Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 1995, σ. 113.

[22] Άννα Κωνσταντινίδου, «Η ημέρα του Σταυρού στα Γιαννιτσά», Φίλιππος, 33 (Γιαννιτσά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2001), 11.

[23] Θανάσης Σ. Φωτίου, «Γιαννιτσά. 14 Σεπτεμβρίου 1944: Γιατί το φοβερό αιματοκύλισμα;», Φίλιππος, 76 (Γιαννιτσά, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012), 26 – 27.

[24] Δικογραφίες Δοσιλόγων: «Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος Λαζάρου Κομματόπουλου», Θεσσαλονίκη, 13 Οκτωβρίου 1945.