Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Δήμος Πέλλας

Σεπτέμβριος 1944: Οι υλικές καταστροφές και οι επιπτώσεις στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση των Γιαννιτσών

Ρένα Βαλάση

Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στα Γιαννιτσά έγινε τον Απρίλιο του 1941, όπως προκύπτει και μέσα από προφορικές μαρτυρίες. Ύστερα από την φυγή των αγγλικών στρατευμάτων από την πόλη, που ήρθαν για να καταστρέψουν τις υποδομές και να δυσκολέψουν την μετάβαση των αντιπάλων. Παρόλα αυτά τα στρατεύματα του Κατακτητή δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερες δυσκολίες  κατά την παραμονή τους στα Γιαννιτσά και παρά τα εμπόδια που προσπάθησαν να τους δημιουργήσουν οι Άγγλοι,[1] οι Γερμανοί κατάφεραν να τα ξεπεράσουν και να συμβιώσουν με τον τοπικό πληθυσμό μέσα σε σχετικά ήρεμο κλίμα με ξεκάθαρο ωστόσο τον ρόλο των δυο πλευρών.

Από την πρώτη στιγμή της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη, προχώρησαν σε επιτάξεις σπιτιών αλλά και δημόσιων κτιρίων με σκοπό την κάλυψη των αναγκών τους. Σε πολλά σπίτια στην πόλη των Γιαννιτσών, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει ολόκληρο το σπίτι ή μερικά από τα δωμάτια αυτών. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι οικογένειες ήταν αναγκασμένοι να συνυπάρχουν με γερμανούς στρατιωτικούς.[2]

Η Κατοχή στα Γιαννιτσά από πλευράς υλικών απωλειών δεν είχε τις αντίστοιχες καταστροφές συγκριτικά με άλλες πόλεις από εξωτερικούς εισβολείς, ούτε από αεροπορικές επιδρομές.[3] Οι υλικές απώλειες και καταστροφές στα Γιαννιτσά προκλήθηκαν λίγο πριν την απομάκρυνση των γερμανικών στρατευμάτων και κυρίως εξαιτίας των γεγονότων που συνέβαλαν στην αντίδραση του εχθρού ως μορφή αντιποίνων για τα όσα συνέβησαν με την αντιστασιακή δράση στην περιοχή.

Τα γεγονότα της 14ης Σεπτεμβρίου1944επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ίδια την πόλη αλλά και οι καταστροφές που προκλήθηκαν άλλαξαν σχεδόν ριζικά την όψη των Γιαννιτσών.

Μετά την ομαδική εκτέλεση κατοίκων των Γιαννιτσών στις 14 Σεπτεμβρίου, ακολούθησε η υλική καταστροφή της πόλης. Με την πλειοψηφία των κατοίκων να έχει βρει καταφύγιο σε χωριά του όρους Πάϊκου ή σε χωριά του κάμπου, προκειμένου να σωθεί, η πόλη των Γιαννιτσών κατέστη ανυπεράσπιστη απέναντι στα γερμανικά στρατεύματα και τους συνεργάτες τους.

Αμέσως προχώρησαν στη λεηλασία ιδιωτικών κατοικιών και καταστημάτων. Πήραν οτιδήποτε έβρισκαν αξίας και κατέστρεφαν ανυπολόγιστα ότι βρισκόταν στο πέρασμα τους. Ωστόσο δεν σταμάτησαν μόνο στη λεηλασία και τη καταστροφή. Λίγες μέρες μετά τις ομαδικές εκτελέσεις και συγκεκριμένα στις 18 Σεπτεμβρίου βάζουν φωτιά και καίνε μεγάλο μέρος της πόλης. Οι Γερμανοί όπως και άλλες περιοχές ακολούθησαν την τακτική της καμένης γης. Άφησαν πίσω τους ερείπια κατά την αποχώρηση τους. Οι αναφορές απεσταλμένων διεθνών οργανισμών (Ερυθρού Σταυρού), οι οποίοι επισκέπτονται τα Γιαννιτσά λίγες μέρες αργότερα και κάνουν λόγο για μεγάλες καταστροφές. Ο σουηδός πρέσβης στην Ελλάδα, Τύμπεργκ  που φτάνει στα Γιαννιτσά αναφέρει ότι το 1/3 της πόλης είχε καταστραφεί.[4] Ο Ελβετός εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, Εμίλ Βένγκερ, που ήρθε στην περιοχή μόλις μερικές μέρες μετά την καταστροφή και περιγράφει τα Γιαννιτσά σαν μια νεκρή πόλη.[5]

Η καταστροφή που επέφερε η πυρκαγιά στην πόλη ήταν μεγάλη. Σημαντικός είναι ο αριθμός σπιτιών και καταστημάτων που καταστράφηκαν μερικώς αλλά και ολοσχερώς. Γίνεται αναφορά για 500 κατοικίες και 200 καταστήματα εκ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και τα ξύλινα παραπήγματα της Εμποροπανήγυρις. Οι κεντρικοί δρόμοι των Γιαννιτσών, Χατζηδημητρίου και Βενιζέλου καθώς και ο Συνοικισμός των Καρυωτών είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές.

Από την πυρκαγιά δεν γλίτωσαν και τα δημόσια κτίρια της πόλης. Μεταξύ αυτών το 2ο Δημοτικό Σχολείο αλλά και το Δημαρχείο, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Από διοικητικής άποψης, η μεγαλύτερη απώλεια που επέφερε η  πυρκαγιά ήταν η ολική καταστροφή του Δημοτικού καταστήματος. Το Δημαρχείο το οποίο στεγαζόταν επί της οδού Κουγιουμτζίδη έχασε πολύτιμο διοικητικό υλικό την εποχή της απελευθέρωσης των Γιαννιτσών (1912), ενώ καταστράφηκαν τα διοικητικά αρχεία της πόλης  όπως: Αρχεία δημοτών, Δημοτολόγιο, Μητρώα, Οικογενειακές μερίδες, Στρατολογικό Αρχείο, Ταμείο, και άλλα. Για την αποκατάσταση αυτών χρειάστηκαν πολλά χρόνια δουλειάς από εξειδικευμένο προσωπικό.[6]

 Από το Δημαρχείο εκλάπη και το Δημοτικό Ταμείο με μετρητά μεγάλης αξίας, ενώ από υλικής πλευράς ο Δήμος απώλεσε και δυο φορτηγά οχήματα, τα οποία χρησίμευαν για τις υπηρεσίες πυρόσβεσης και καθαριότητας της πόλης.[7]

Τον Οκτώβριο του 1944 άρχισε η σταδιακή επιστροφή των κατοίκων στα Γιαννιτσά. Μπρος στο πρόβλημα στέγασης υποχρεώθηκαν να κατασκευάσουν ξύλινα παραπήγματα, τα οποία οργάνωσαν σε κατοικίες. Η πόλη είχε λάβει την μορφή μιας μεγάλης παραγκούπολης.

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλαίσιο της αστικής ανασυγκρότησης, ο Δήμος Γιαννιτσών κατ’ εφαρμογή του Σχεδίου Πόλεως προχωρά σε κατεδαφίσεις των αυθαίρετων παραπηγμάτων, κατοικιών και καταστημάτων.[8]

Το όραμα της μοντέρνας πόλης δεν μπορούσε να περιλάβει τους πυρόπληκτους των παραπηγμάτων και ξεκινά μια μεγάλη μεταπολεμική διένεξη ανάμεσα στους  κατοικούντες στις παράγκες και τη Δημοτική Αρχή, η οποία έληξε με τις τελευταίες κατεδαφίσεις, την περίοδο της Αντιπαροχής (στις αρχές της δεκαετίας του 1970).

Επιπλέον το πρόβλημα των άστεγων αντιμετωπίστηκε μερικώς με την ανοικοδόμηση των πυρήνων, που διανεμήθηκαν σε ομάδες πυρόπληκτων.[9] Πρόκειται για δίχωρες ισόγειες κατοικίες με υπόγειο, μικρό μπαλκόνι στην πρόσοψη, το οποίο επικοινωνεί με την αυλή με λίγα σκαλοπάτια, ενώ η σκεπή είναι δίρριχτη, γαλλικού τύπου. Αναφορικά με την διανομή των κατοικιών, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία κατοίκου της εποχής, έγινε σχεδόν αποκλειστικά σε πυρηνικές οικογένειες.[10]

Μέσα από προσωπική επιτόπια έρευνα, στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος, διαπιστώθηκε ότι σήμερα διατηρούνται και κατοικούνται δείγματα της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής στην κεντρική είσοδο της πόλης, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής αλλά και του συνοικισμού των Καρυωτών, τα οποία κατά την άποψη μου θα μπορούσαν να περιληφθούν σαν διατηρητέα κτίρια και να μνημιοποιηθούν, καθώς αποτελούν μέρος της κατοχικής υλικότητας.

Η καταστροφή του Δήμου Γιαννιτσών ως οργανισμού σε σχέση με την υποδομή, τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και το αρχειακό υλικό ήταν καθολική. Η ανασυγκρότηση δεν ήταν εφικτή παρά μόνο μέσω υψηλού δανείου. Το 1945 ο Δήμος Γιαννιτσών κατ’ αντιστοιχίαν της περιπτώσεως της Θεσσαλονίκης  αιτείται στο κράτος την χορήγηση δανείου ύψους 6.000.000 δραχμών. Η ανάγκη χρηματοδότησης αποτυπώνεται στον τίτλο του σχετικού δημοτικού εγγράφου: «Υποβάλει παράκληση εις την Σεβαστήν Κυβέρνησην»… «όπως εν τη μέριμνα αυτής υπέρ της εκ θεμελίων ανασυγκρότησης του Δήμου Γιαννιτσών».[11] Η απάντηση ήταν αρνητική. Αυτό σήμαινε ότι ο Δήμος Γιαννιτσών προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί με τις δικές του περιορισμένες δυνατότητες.

Το νέο Δημαρχείο στεγάστηκε σε πέντε ενοικιαζόμενα δωμάτια και τον ισόγειο χώρο στο οίκημα της Ελένης Παπαδοπούλου.[12] Ακολούθησε η αγορά του στοιχειώδους υλικού εξοπλισμού.[13]

Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή τους δημοτικούς υπαλλήλους δεν υπάρχουν σαφή ποσοτικά δεδομένα. Από το αρχείο του Δημοτικού Συμβουλίου γνωρίζουμε ότι πριν την καταστροφή του 1944 στο Δήμο Γιαννιτσών εργαζόταν 60 υπάλληλοι.[14] Μετά την απελευθέρωση, ο Δήμος προχώρησε στην απόλυση των εργαζομένων που είχαν προσληφθεί την περίοδο της Κατοχής.[15] Στα μεταπολεμικά χρόνια, προβλήματα ήταν η αδυναμία πληρωμής των υπαλλήλων, οι οποίοι έμειναν έξι και πλέον μηνών απλήρωτοι. Οι τομείς οργάνωσης ήταν της καθαριότητας, των νεκροταφείων, της πυροσβεστικής, της διοίκησης, των φοροτεχνικών και διαφαίνεται ότι ήταν υποστελεχωμένοι και αδύναμοι να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες της πόλης.[16]

Παράλληλα με την ανασυγκρότηση του Δήμου ως οργανισμού υπήρξε μέριμνα για την επισκευή της γέφυρας του Λουδία. Στον προϋπολογισμό του έτους 1945, διακρίνουμε κονδύλι ύψους 150.000 δραχμών για το συγκεκριμένο έργο, το οποίο ήταν ζωτικής σημασίας για τον βιοπορισμό των κατοίκων. Η κατεστραμμένη γέφυρα εμπόδιζε την πρόσβαση στα κτήματα του βάλτου, συνολικής έκτασης, σύμφωνα με το αρχείο του Δημοτικού Συμβουλίου 30.000 στρεμμάτων.[17]

Από τις πρώτες αποφάσεις του ανασυγκρότησης ήταν η αντικατάσταση των ξύλινων παραπηγμάτων της Εμποροπανήγυρις Γιαννιτσών.[18] Από το αρχειακό υλικό του Δήμου δεν καθίσταται σαφές αν η εμποροπανήγυρις συνέχισε να οργανώνεται κατά την περίοδο της Κατοχής ή αν διεκόπη. Το βέβαιο είναι ότι ο εξοπλισμός αντικαταστάθηκε άμεσα, μια απόφαση που αποδεικνύει τη σημασία του θεσμού στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης.

Η καταστροφή του Σεπτεμβρίου του 1944 υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της πόλης και του Δήμου Γιαννιτσών. Από τη μια διέγραψε την οθωμανική υλικότητα και αυτή του Μεσοπολέμου. Από την άλλη έγινε το υπόστρωμα για να ανεγερθεί η μοντέρνα μεταπολεμική και να ενδυθούν οι κάτοικοι την επιθυμία μιας ισχυρής αστικότητας.

Η καταστροφή του Σεπτεμβρίου του 1944 ακύρωσε όλες τις προσπάθειες που είχαν προηγηθεί και έγινε μια νέα ιστορική αφετηρία ανασυγκρότησης. Επρόκειτο όμως για ένα εγχείρημα που προέκυψε μέσα στις βίαιες συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι μέσα στην ομαλότητα του ελεύθερου δημόσιου βίου.

Η ανασυγκρότηση πάνω στις στάχτες του 1944 ενσωμάτωσε βίαιες διαγραφές της υλικότητας του παρελθόντος χωρίς την αντίληψη της συνέχειας αλλά της επανεκκίνησης και της νέας μεταπολεμικής αφετηρίας.

 

[1] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Δημητρίου Καραΐτση, Γιαννιτσά 19-12-2018. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κύριος Καραΐτσης, στα Γιαννιτσά υπήρχε ένας αγγλικός λόχος που είχε κατασκηνώσει στο στρατόπεδο Καψάλη με σκοπό να προστατέψει την πόλη. Αναχώρησαν 24 ώρες πριν την είσοδο των Γερμανών στα Γιαννιτσά αφού προηγουμένως είχαν ανατινάξει την γέφυρα της ανατολικής εισόδου της πόλης (τη λεγόμενη Σερβική ή Γαλλική)

[2] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Ευάγγελου Πετρίδη, Γιαννιτσά 23-5-2019. Ο κύριος Πετρίδης αναφέρει στην συνέντευξη ότι καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει ένα δωμάτιο του σπιτιού τους, όπου αρχικά έμεναν τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες και όταν έφυγαν εκείνοι ήρθαν άλλοι και ούτω καθεξής.

[3] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Λευτέρη Τσίτσιρα, Γιαννιτσά 16-9-2019.Αναφορικά με τις αεροπορικές επιδρομές ο κύριος Τσίτσιρας  επισημαίνει ότι οι αεροπορικές επιδρομές που είχαν προορισμό την Θεσσαλονίκη γίνονταν αντιληπτές στα Γιαννιτσά με αποτέλεσμα κάθε φορά που περνούσε αεροσκάφος πάνω από την πόλη, επικρατούσε πανικός στους κατοίκους, χτυπούσαν σειρήνες και οι άνθρωποι κρυβόντουσαν σε καταφύγια.

[4] Stephan D. Yada-Mc Neal, Places of Shame – German and Bulgarian war crime in Greece 1941-1945, Norderstedt, Bookson Demand, 2018, 153.

[5] Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Νικολάου Δέα, Αρ. Εισ. 262, φακ. 5: “Έκθεσις επι των ταξιδίων μας εις τα επαρχίας, από 15-21Σεπτεμβρίου 1944”, Θεσσαλονίκη, 23 Σεπτεμβρίου 1944.

[6] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 7ης Οκτωβρίου 1945.

[7] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[8] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[9] Χατζής Χρήστος, Γιαννιτσά Ιστορική Επισκόπηση, Γιαννιτσά, 2003, σ. 200.

[10] Βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Λευτέρη Τσίτσιρα, Γιαννιτσά 16-9-2019.

[11] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 10ης Μαρτίου 1945.

[12] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  4ης Ιουλίου 1945.

[13] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  20ης Νοεμβρίου 1945.

[14] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  16ης Απριλίου 1945.

[15] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 27ης Ιουλίου 1945.

[16] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 16ης Απριλίου 1945.

[17] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  7ης Οκτωβρίου 1945.

[18] Αρχείο Δήμου Πέλλας, Αρχείο Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση  8ης Αυγούστου 1945.